Ρόζα Λούξεμπουργκ - Φλόγα και ξίφος της επανάστασης

thumb_ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ 1Της Κατερίνας Παρδάλη

 

« Η κατάργηση της δικτατορίας του κεφαλαίου και η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι το ιστορικό αντικείμενο της παρούσας επανάστασης… Από το σκοπό της επανάστασης απορρέει καθαρά ο δρόμος της, από το καθήκον απορρέει η μέθοδος… Όλη η εξουσία στα χέρια των μαζών, στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών… Δίχως τη συνειδητή θέληση και τη συνειδητή δράση της πλειοψηφίας του προλεταριάτου δεν υπάρχει σοσιαλισμός».

 


 

 

Α υτά έγραφε η Ρόζα το Νοέμβριο του 1918, μια βδομάδα μετά το ξεκίνημα
της γερμανικής επανάστασης, στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Κόκκινη
Σημαία» (εφημερίδα του Σπάρτακου, με διευθυντές σύνταξης την ίδια και
τον Καρλ Λίμπκνεχτ).


Στις 15 Γενάρη του 1919 –πριν 90 χρόνια– δολοφονήθηκαν στο Βερολίνο
η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ, δύο μεγάλες μορφές του
σοσιαλιστικού κινήματος παγκόσμια. Η αναφορά μας στη Ρόζα Λούξεμπουργκ
δεν έχει να κάνει μόνο με την επέτειο. Το τελευταίο διάστημα έχει
ανοίξει ξανά η συζήτηση μέσα στην Αριστερά και τον κόσμο γενικότερα για
τη σχέση Αριστεράς και διακυβέρνησης. Στην Ελλάδα, όπου όλοι/ες οι «από
κάτω» (εργαζόμενοι, άνεργοι, φοιτητές, μαθητές, συνταξιούχοι) θέλουν να
ρίξουν αυτή την κυβέρνηση των περικοπών, της φτώχειας, της καταστολής,
του ρατσισμού, των δολοφονιών κλπ., μπαίνει το ζήτημα τι θα γίνει με
τις εκλογές. Συμμαχίες με ΠΑΣΟΚ ή όχι. Κεντροαριστερά σενάρια ή καθαρή
αντιπολίτευση. Το ζήτημα δεν είναι καινούργιο. Η σχέση του κινήματος
και των πολιτικών του φορέων με το αστικό κράτος, το κοινοβούλιο και
τους άλλους θεσμούς του, αποτέλεσε τη σημαντικότερη αιτία διαφωνιών,
διχασμών και διασπάσεων στην ιστορία του διεθνούς σοσιαλισμού. Και σ’
αυτά η πολιτική δράση, η θεωρητική παραγωγή, η οξυδέρκεια και οι
προβλέψεις της «Κόκκινης Ρόζας» την κάνουν πηγή έμπνευσης και δράσης
για το σήμερα.


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπήρξε κορυφαία μορφή μιας γενιάς σοσιαλιστών
επαναστατών, μοναδική γυναίκα θεωρητικός του μαρξισμού, αλλά και
αγωνίστρια του σοσιαλισμού την κάθε μέρα της ζωής της. Πάντα μέσα στη
δράση, αλλά και σε όλες τις τότε αντιπαραθέσεις στα πεδία της πολιτικής
και της φιλοσοφίας. Ήταν και είναι σύμβολο στο διεθνές εργατικό κίνημα.
Ο βιογράφος του Μαρξ, Φραντς Μέριγκ, υποστήριζε πως η Ρόζα ήταν το
αμέσως καλύτερο μυαλό μετά τον Μαρξ. Η συντρόφισσα και φίλη της Κλάρα
Τσέτκιν την αποκαλούσε «φλόγα και ξίφος της επανάστασης».


Ήταν καταπληκτική ρήτορας, ενώ μιλούσε, έγραφε και δημοσιογραφούσε σε
πολλές γλώσσες. Ήξερε να σιωπά και να ακούει τους συνομιλητές της, αλλά
και ποτέ δεν υποτασσόταν τυφλά σε οποιοδήποτε δόγμα ή αυθεντία. Πίστευε
πως «Ο Μαρξισμός είναι μια επαναστατική παγκόσμια θεώρηση που πρέπει
πάντα να μάχεται για νέες αποκαλύψεις. Ο Μαρξισμός δεν πρέπει να
αποστρέφεται τίποτα περισσότερο από το να μείνει παγωμένος στην παρούσα
μορφή του. Είναι στα καλύτερά του, όταν χτυπά το κεφάλι του από
αυτοκριτική και, μέσα στους ιστορικούς κεραυνούς και αστραπές, διατηρεί
το σθένος του».

Γεννήθηκε το 1871 στο Ζάμοστς της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας, από φτωχή
οικογένεια εβραίου εμπόρου. Από 15χρονη μαθήτρια στη Βαρσοβία έγινε
μέλος της παράνομης αντιτσαρικής επαναστατικής οργάνωσης «Προλετάριος».
Το 1886 η οργάνωση διαλύθηκε από την αστυνομία, η ηγεσία της συνελήφθη
(4 εκτελέστηκαν) και η Ρόζα, για να αποφύγει τη σύλληψη, μετανάστευσε
στη Ζυρίχη –στο άσυλο των τότε πολιτικών μεταναστών. Εκεί σπούδασε
φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, οικονομικά και μαθηματικά ταυτόχρονα. Τα
θέματα εξειδίκευσής της ήταν η οικονομία, ο Μεσαίωνας και οι
οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις.


Παρ’ όλα αυτά, ούτε από την εξορία δεν σταμάτησε να συμμετέχει στο
σοσιαλιστικό κίνημα της Πολωνίας. Μαζί με άλλους συντρόφους της
έφτιαξαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πολωνίας, στην εφημερίδα του
οποίου άρχισε να αρθρογραφεί. Σοσιαλδημοκρατικά ονομάζονταν εκείνη την
εποχή όλα τα σοσιαλιστικά μαρξιστικά κόμματα, τα οποία διέφεραν σε
πολλά πράγματα με το σημερινό κατάντημα της σοσιαλδημοκρατίας.


Το 1898, κάνοντας έναν ψεύτικο γάμο, αποκτά τη γερμανική υπηκοότητα
και πηγαίνει στο Βερολίνο. Εκεί γίνεται μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος Γερμανίας (SPD). Το SPD ήταν το μεγαλύτερο σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα της Ευρώπης. Είχε δημιουργηθεί πάνω στις ιδέες του Κομμουνιστικού
Μανιφέστου, και ο Ένγκελς υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του. Η επίσημη
γραμμή του το 1890 ήταν «ούτε ένας άνθρωπος ούτε ένα φαρδίνι για το
σύστημα». Και αρνιόταν να ψηφίσει στη Βουλή οποιοδήποτε προϋπολογισμό
έβαζε φόρο στους εργάτες και τους αγρότες για να συντηρεί την
αστυνομία, το στρατό, τα δικαστήρια και την καπιταλιστική τυρανία.


Όμως η περίοδος που εντάχθηκε στο SPD η Ρόζα, είναι περίοδος που σε
όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αρχίζει μια δεξιά στροφή. Στη Γαλλία,
το 1899, ο Αλεξάντρ Μιλεράν, ένας από τους ηγέτες των Σοσιαλιστών,
γίνεται υπουργός στην κυβέρνηση του Ριζοσπαστικού Κόμματος στην οποία
συμμετέχει και ο στρατηγός Γκαλιφέτ –ο σφαγέας της Κομμούνας του
Παρισιού. Αυτό το γεγονός «άναψε» αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις πτέρυγες
του σοσιαλιστικού κινήματος τότε. Ο γάλλος σοσιαλιστής ηγέτης Ζαν Ζωρές
χαιρέτισε το θάρρος των γάλλων σοσιαλιστών, που έστειλαν έναν από τους
δικούς τους «μέσα στο φρούριο της αστικής κυβέρνησης». Όλοι οι
ρεφορμιστές μέσα στη Διεθνή επιδοκίμασαν τη θεωρία του Ζωρές που
χοντρικά έλεγε: στην εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας προς το
σοσιαλισμό μεσολαβεί ένας σταθμός, κατά τη διάρκεια του οποίου η
πολιτική εξουσία ασκείται από το προλεταριάτο και την αστική τάξη από
κοινού. Αυτό στην κυβερνητική μορφή εκφράζεται με τη συμμετοχή των
σοσιαλιστών στην κυβέρνηση.


Η Ρόζα αντιτάχθηκε σ’ αυτή τη λογική. Αμέσως πραγματεύεται στη
Leipziger Volkzeitung το πρόβλημα της κυβέρνησης και της εξουσίας από
την άποψη των γενικών αρχών του μαρξισμού. Κατόπιν μελετάει τα
αποτελέσματα αυτής της εμπειρίας (συμμετοχής στη κυβέρνηση), εξάγει τα
δικά της τακτικά συμπεράσματα και καταλήγει:

«Στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Αριστεράς είναι ο ρόλος του κόμματος
της αντιπολίτευσης. Σε κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να υψωθεί μόνο πάνω
στα ερείπια του αστικού κράτους».


thumb_burnstein
Στη Γερμανία, ο Μπερνστάιν (ηγέτης του SPD) υποστήριζε ότι το SPD
πρέπει να αλλάξει και από κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης να γίνει
κόμμα του κοινοβουλευτικού δρόμου. Υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός έχει
αλλάξει από την εποχή του Μαρξ. Και ότι, με την ανάπτυξη των τραπεζών,
των τραστ και των καρτέλ, είχε πλέον τη δυνατότητα να λειτουργεί
προγραμματισμένα και να ξεπερνά τις κρίσεις του. Έτσι η προοπτική της
καπιταλιστικής οικονομίας ήταν αυτή της συνεχούς ανάπτυξης και
ευημερίας. Σαν αποτέλεσμα αυτών των εκτιμήσεων, κατά τον Μπερνστάιν, οι
εργάτες δεν είχαν πια ανάγκη να κάνουν επανάσταση για να καλυτερέψουν
τη ζωή τους. Μπορούσαν να το κάνουν αποκτώντας την πλειοψηφία και
ψηφίζοντας νόμους μέσα στη Βουλή.


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έδωσε μάχη για να αποδείξει το πόσο λάθος ήταν αυτή
η εκτίμηση για τον καπιταλισμό. Με το βιβλίο της «Η συσσώρευση του
Κεφαλαίου» ξεκαθάρισε πρώτη ότι ο καπιταλισμός στη νέα τότε φάση του
δεν είχε απαλλαγεί από τις αντιφάσεις των ανταγωνισμών και των κρίσεων.
Αντίθετα, τις είχε οξύνει σε ανώτερο, σε διεθνές επίπεδο. Το ίδιο
ξεκαθάρισμα και την ίδια άποψη –παρά τις πολεμικές μεταξύ τους–
έκφρασαν κατόπιν και ο Λένιν με το έργο του «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο
στάδιο του καπιταλισμού», και ο Μπουχάριν με το «Ιμπεριαλισμός και
παγκόσμια οικονομία», και ο Τρότσκι με τη θεωρία της συνδιασμένης και
ανισόμερης ανάπτυξης του καπιταλισμού στο έργο του «Διαρκής
επανάσταση». Αυτή η ανάλυση την οδήγησε να συγκρουστεί και με τη
στρατηγική των σταδιακών αλλαγων –αντί της επανάστασης– και με τη στάση
των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων απέναντι στον ιμπεριαλισμό και τον
πόλεμο.


Σήμερα, με όλα όσα μεσολάβησαν, έχουμε τη δυνατότητα να δούμε πόσο δίκιο είχε…
Ταυτόχρονα,
με το έργο της «Κοινωνική μεταρρύθμηση ή Επανάσταση» (1900) η Ρόζα
αντιτάχθηκε σθεναρά στις απόψεις για τη δήθεν δυνατότητα επιβολής του
σοσιαλισμού με νόμους και μεταρρυθμίσεις μέσω του κοινουβουλίου. Έγραφε:

«Εκείνο που αναγκάζει τον προλετάριο να μπαίνει κάτω από το ζυγό του
κεφαλαίου δεν είναι κανένας νόμος, αλλά η ανάγκη, το γεγονός ότι
στερείται των μέσων παραγωγής. Ο προλετάριος με κανένα νόμο στον κόσμο
δεν μπορεί να αποκτήσει μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας
παραγωγικά μέσα, γιατί τα μέσα αυτά δεν του αφαιρέθηκαν με νόμο, αλλά
με την οικονομική εξέλιξη».

Η συμμετοχή, λοιπόν, στην κυβέρνηση αρνείται τις θεμελιώδεις αρχές της
επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στο μέτρο που, ενώ καθήκον της είναι να
οργανώνει την ταξική αυτονομία, να οργανώνει, δηλαδή, τους
εκμεταλλευόμενους σε έναν ξεχωριστό ταξικό πολιτικό οργανισμό,
μετατρέπει αντίθετα την εργατική τάξη σε ουρά της αστικής. Για τη
Λούξεμπουργκ, οι σοσιαλιστές είναι υποχρεωμένοι, από τις ίδιες τους τις
αρχές, να παραμένουν στο χώρο της αντιπολίτευσης στην αστική Βουλή.
Αυτό όχι μόνο δεν εμποδίζει τα πρακτικά αποτελέσματα των άμεσων
μεταρρυθμίσεων με προοδευτικό χαρακτήρα, αλλά αντίθετα η αντιπολίτευση
αρχών είναι το μόνο μέσο απόσπασης πρακτικών αποτελεσμάτων.

Στον αιώνα που μεσολάβησε, δόθηκαν πολλές ευκαιρίες για να δοκιμαστούν
οι απόψεις που αναμετρήθηκαν στο πλαίσιο της Αριστεράς. Από την επιλογή
της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920,
υπέρ της δημιουργίας εργατικών κυβερνήσεων
κομμουνιστών-σοσιαλδημοκρατών στο πλαίσιο της πολιτικής του Ενιαίου
Μετώπου, τις κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων, τους δημοκρατικούς
κυβερνητικούς συνασπισμούς μετά το 1945, μέχρι τις πρόσφατες συμμετοχές
στη Γαλλία και την Ιταλία υπήρξαν όλες σχεδόν οι δυνατές παραλλαγές. Η
Αριστερά, παρ’ όλες τις «προειδοποιήσεις» της Λούξεμπουργκ, ενεπλάκη σε
κυβερνητικά εγχειρήματα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν θετικά. Συγκεκριμένα,
δεν έχουμε ούτε ένα θετικό παράδειγμα. Είτε κατέληξαν σε μια αλυσίδα
ματαιωμένων επαναστάσεων ή συνέβαλαν στην ήττα άλλων, με
thumb_chile1973χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της Ισπανίας το 1936. Ακόμα και η
εμπειρία της Χιλής, το 1973, έδειξε ότι ο «ειρηνικός δρόμος προς το
σοσιαλισμό, με το κοινοβούλιο», χωρίς την ένοπλη στήριξη των
εργαζόμενων και της νεολαίας, πέρα από τις καλές προθέσεις, δεν ήταν
εφικτός. Η αστική τάξη ξαναπήρε την εξουσία με αιματοκύλισμα και στιγνή
δικτατορία.Με το βιβλιο της «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα»,
ανέπτυξε τις ιδέες της για τη γενική απεργία ως πολιτικό όπλο. Συνόψισε
τα πολιτικά συμπεράσματα από το κύμα των εργατικών απεργιών, που
συγκλόνισε τη Ρωσία κατα την επανάσταση του 1905, και πολέμησε τη
συνδικαλιστική γραφειοκρατία –που είχε την άποψη ότι «η εργατική τάξη
χρειάζεται ησυχία» για να πετυχει τους στόχους της.


Καταπληκτική ήταν επίσης η θέση και η σταση της Ρόζας απέναντι στον
πόλεμο. Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος, η ομάδα βουλευτών του SPD ψήφισε
μαζί με τον Κάιζερ (14/8/1914) τις πολεμικές δαπάνες της «χώρας» τους.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν ο βουλευτής που αρνήθηκε αυτή την προδοσία και
μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φραντς Μέριγκ, την Κλάρα Τσέτκιν και
μερικούς άλλους συντρόφους τους αποτέλεσαν τις φωνές του διεθνισμού
μεσα στην καρδιά του γερμανικού μιλιταρισμού. Οργάνωσαν την ομάδα
«Σπάρτακος» και ανέπτυξαν αντιπολεμική δράση. Παρ’ όλα αυτά, δεν
εγκατέλειψαν το SPD. Παρέμειναν σαν αριστερή πτέρυγα μέσα σ’ αυτό και
το εγκατέλειψαν μόνο με το ξέσπασμα της Γερμανικής επανάστασης, οπότε
και ίδρυσαν –μαζί με άλλες ομάδες– το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας,
στα χνάρια των μπολσεβίκων. Ήταν όμως αργά.


Η τραγωδία δεν ήταν μόνο η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του
Καρλ Λίμπκνεχτ από παραστρατιωτικές ομάδες της κυβέρνησης (με την ανοχή
ή την εντολή των σοσιαλδημοκρατών που συμμετείχαν στην κυβέρνηση). Ήταν
και η ήττα της Γερμανικής επανάστασης, που είχε συνέπειες σε παγκόσμιο
επίπεδο.


Σταλινική συκοφάντιση
Η Ρόζα κατασυκοφαντήθηκε από το
σταλινισμό. Τη δεκαετία του ’30 η προπαγανδιστική μηχανή του Στάλιν
εμφάνιζε τη Λούξεμπουργκ, όπως και τον Τρότσκι, σαν «εχθρούς του
λενινισμού» και οι σύντροφοί της εκδιώχθηκαν. Σήμερα, οι πάντες
αναφέρονται σ’ αυτή –ακόμα και ο Ριζοσπάστης είχε το θράσος να έχει στο
παρελθόν άρθρο (21/1/2001)– ο καθένας με τη δική του οπτική σκοπιά.
Αναρχικοί, «ανανεωτές», οπαδοί του «Σοσιαλισμού με δημοκρατία και
ελευθερία» (λες και μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός χωρις δημοκρατία και
ελευθερία) προσπαθούν να αντιτάξουν τη Ρόζα απέναντι στον Λένιν και
τους Μπολσεβίκους.
Στα αφιερώματα που υπήρξαν στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, για τα 90
χρόνια από τη δολοφονία της Ρόζας, παρατίθενται κομμάτια των γραπτών
της για να στηρίξουν είτε την αντιπαράθεση είτε τη συμφωνία.


Ο τρόπος που χρησιμοποιεί κανείς τις αντιπαραθέσεις και τις
φραστικές διατυπώσεις της Ρόζας, του Λένιν, του Τρότσκι, αλλά και των
άλλων επαναστατών της περιόδου, θέλει πολύ προσοχή. Η παράδοση του
σταλινισμού, που ηγεμόνευσε στην Αριστερά από τη δεκαετία του ’30
(μέχρι το Μάη του ’68), έριξε στην απαξίωση και τελικά –πιο βολικά– στη
λήθη μια ολόκληρη περίοδο του κινήματος, κατά την οποία οι διαφορετικές
απόψεις για τη στρατηγική και την τακτική συζητιώνταν ανοιχτά και
δημοσιεύονταν στα έντυπα των σοσιαλιστών σε διάφορες χώρες. Μάλιστα,
τις περισσότερες φορές οι «διαφωνούντες» έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση μεταξύ
τους και πολλές φορές συνδέονταν και με προσωπικές φιλίες. Οι διαφωνίες
ήταν πολλές και έντονες, αλλά αυτό δεν συνιστούσε κατ’ ανάγκην
διαφορετικές στρατηγικές –για παράδειγμα– της Ρόζας με τον Λένιν και
τους Μπολσεβίκους.


Ρόζα εναντίον Λένιν;
Είναι αλήθεια ότι η Ρόζα στο βιβλίο της «Ρώσικη Επανάσταση» –που έγραψε
μέσα στη φυλακή το 1918 και δεν το δημοσίευσε μετά από παράκληση των
συντρόφων της, για να μη χάσει την αίγλη της η ρώσικη επανάσταση– κάνει
κριτική σε ορισμένα θέματα στην κυβέρνηση των μπολσεβίκων. Κριτική για
το ζήτημα του πώς διαχειρίστηκαν την αγροτική μεταρρύθμιση, για την
«αυτοδιάθεση των εθνών μέχρις αποσχίσεως», για το ότι δεν ξανακάλεσαν
συντακτική συνέλευση, για θέματα δημοκρατίας και ελευθερίας,[1] αλλά
και για την επιδίωξη να οργανωθεί μεγαλύτερη συμμετοχή των
εργατών/τριών στην πολιτική ζωή του σοβιετικού κράτους. Και σε πολλά
υπήρξε ιδιαίτερα διορατική.
Όλη αυτή η κριτική, όμως, δεν την εμπόδιζε να καταλάβει τη σπουδαιότητα
και τη δυσκολία του επαναστατικού εγχειρήματος στη Ρωσία.
Στο «επίμαχο» βιβλίο της, που υποτίθεται τη φέρνει σε αντιπαράθεση με τους Λενίν-Τρότσκι-Μπολσεβίκους, γράφει:

thumb_lenin rosa
«Το κόμμα του Λένιν είναι το μόνο που κατάλαβε το ρόλο και το καθήκον
ενός κόμματος αληθινά επαναστατικού και που με το σύνθημα “όλη η
εξουσία στα χέρια των εργατων και των χωρικών –τα σοβιέτ” εξασφάλισε τη
συνέχεια της Επανάστασης. Έτσι οι Μπολσεβίκοι έλυσαν το περίφημο
πρόβλημα της “πλειοψηφίας του πληθυσμού”, που από πάντα βαραίνει σαν
εφιάλτης πάνω στο στήθος των Γερμανών σοσιαλιστών. Νήπια, που
ενσαρκώνουν την κοινοβουλευτική ηλιθιότητα, μεταφέρουν απλώς στην
επανάσταση το “κατ’ οίκον μάθημα” της μικρής κοινοβουλευτικής τάξης:
“για να κατορθώσουμε κάτι, πρέπει κατ’ αρχήν να γίνουμε πλειοψηφία”. Το
ίδιο κατά συνέπεια και μέσα στην επανάσταση: “πρώτα να γίνουμε
πλειοψηφία”. Η πραγματική διαλεκτική της επανάστασης αντιστρέφει το
αξίωμα του κοινοβουλευτικού τυφλοπόντικα. Δεν οδηγούμαστε από την
πλειοψηφία στην επανασταστική τακτική, αλλά η επανασταστική τακτική μας
οδηγεί στην πλειοψηφία…… Όσο μπορεί ένα κόμμα σε μια ιστορική στιγμή να
δώσει παράδειγμα θάρρους, δύναμης για δράση, επανασταστικής οξυδέρκειας
και λογικής, ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι σύντροφοί τους το δώσανε σ’ όλο
του το μέγεθος. Όλη η επαναστατική τιμή και η ικανότητα δράσης, που
έλειπε από τη δυτική σοσιαλδημοκρατία, βρέθηκε στους Μπολσεβίκους. Η
εξέγερσή τους τον Οκτώβρη, πραγματικά, δεν έσωσε μόνο τη Ρώσικη
Επανάσταση, αλλά έσωσε και την τιμή του διεθνούς σοσιαλισμού».

Και τελειώνει την «κριτική» της, κάνοντας κριτική στη γερμανική
σοσιαλδημοκρατία για το γεγονός ότι, με την τακτική της, το γερμανικό
προλεταριάτο δεν αγωνίστηκε στο πλευρό της ρώσικης επανάστασης. Γιατί η
άποψή της, που ήταν και διακηρυγμένη άποψη του Λένιν και του Τρότσκι,
ήταν ότι δεν μπορεί να γίνει σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα. Όπως οι
Μπολσεβίκοι, κι εκείνη περίμενε και ήλπιζε στην Επανάσταση στη Γερμανία
–και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Λέει:

«Όλοι εμείς βρισκόμαστε κάτω από το νόμο της ιστορίας και η
σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά
μόνο σε διεθνή κλίμακα. Οι Μπολσεβίκοι έδειξαν ότι στάθηκαν ικανοί για
καθετί που θα μπορούσε να επιτύχει ένα γνήσιο επεναστατικό κόμμα μέσα
στα όρια των ιστορικών δυνατοτήτων. Δεν πρέπει να θέλουμε να κάνουν
θαύματα. Γιατί θαύμα θα ήταν μια υποδειγματική και αναμάρτητη,
προλεταριακή επανάσταση σε μια απομονωμένη χώρα, εξαντλημένη από τον
πόλεμο, στραγγαλισμένη από τον ιμπεριαλισμό και προδομένη από το
διεθνές προλεταριάτο. Εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνεται διάκριση
στην πολιτική των Μπολσεβίκων του ουσιώδους από το επουσιώδες, του
σταθερού από το συμπτωματικό. Στην τελευταία αυτή περίοδο, την παραμονή
των αποφασιστικών μαχών σε όλο τον κόσμο, το σπουδαιότερο πρόβλημα για
το σοσιαλισμό, το καυτερό πρόβλημα της στιγμής, δεν είναι τούτη ή
εκεινη η λεπτομέρια τακτικής, αλλά η ικανότητα του προλεταριάτου για
δράση, η ενεργητικότητα των μαζών, η θέληση γενικά να πάρουν την
εξουσία με τη σοσιαλιστική επανάσταση…

»...Αυτό είναι το ουσιώδες και εκείνο που παραμένει από την
πολιτική των Μπολσεβίκων. Με αυτή την έννοια θα είναι αιώνια η αξία
τους στην ιστορία, γιατί αυτοί ηγήθηκαν του παγκόσμιου προλεταριάτου,
κατακτώντας την πολιτική εξουσία και θέτοντας πρακτικά το πρόβλημα της
πραγματοποίησης του σοσιαλισμού, όπως και γιατί αυτοί είναι εκείνοι που
με δύναμη προώθησαν την εκκαθάριση των λογαριασμών ανάμεσα στο Κεφάλαιο
και την Εργασία σ’ όλο τον κόσμο. Στη Ρωσία το πρόβλημα μπορούσε μόνο
να τεθει, δεν μπορούσε να λυθεί. Και είναι μ’ αυτή την έννοια που το
μέλλον ανήκει παντού στον “μπολσεβικισμό”».

Με αυτή τη φράση τελειώνει και την κριτική της στη Ρώσικη Επανάσταση.
Μοιάζει αυτό με διαφορά στρατηγικής;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η Ρόζα ήταν υπέρ της ανελέητης συντριβής της αντεπανασταστικής
αντίδρασης και του σαμποτάζ από τα σοσιαλιστικά μέτρα του νεοσύστατου
εργατικού κράτους στη Ρωσία. Όχι όμως να καταργηθεί η κριτική. Γιατί
στη δίχως εμπόδια κριτική έβλεπε ένα μέσο που θα εμπόδιζε τον κρατικό
μηχανισμό να αρτηριοσκληρωθεί και να γραφειοκρατικοποιηθεί. Γι’αυτό
έπερεπε να υπάρχει διαρκής δημόσιος έλεγχος, ελευθερία του Τύπου κια
των συγκεντρώσεων. «Η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης
και μόνο για τα μέλη του κόμματος -όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά- δεν
είναι ελευθερία. Η ελευθερία είναι πάντα γι’αυτόν που σκέφτεται
διαφορετικά. Όχι από φανατισμό για τη “δικαιοσύνη”, αλλά γιατί απ’αυτό
εξαρτάται καθετί που διδάσκει, εξυγιαίνει, ξεκαθαρίζει μέσα στην
πολιτική ελευθερία και γιατί η “ελευθερία” χάνει την αποτελεσματικότητά
της, όταν γίνεται προνόμιο».
2. Βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο είναι το «Ρόζα
Λούξεμπουργκ» του Πάουλ Φρέλιχ –συντρόφου της Ρόζας, που έγραψε τη
βιογραφία της (Εκδόσεις Υψιλον). Και «Ρώσικη Επανάσταση» της Ρόζας
Λούξεμπουργκ (Εκδόσεις Υψιλον). Επίσης κομμάτι του άρθρου είχαμε
δημοσιεύεσει και στην Εργατική Αριστερά (21/1/09).