Η γερμανική επανάσταση 1918 -1923

thumb_bl0643b-german191890 χρόνια από την «εξέγερση του Σπάρτακου»

του Δημήτρη Χαριτόπουλου

Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την εξέγερση των εργατών του Βερολίνου, που έμεινε γνωστή ως εξέγερση του Σπάρτακου, και από τη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, όπως και χιλιάδων εργατών που συμμετείχαν στην εξέγερση. Ήταν ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην επαναστατική εποχή που έζησε η Γερμανία από τα τέλη του 1918 μέχρι και το 1923.

 

 

 

 

Ε νενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την εξέγερση των εργατών του
Βερολίνου, που έμεινε γνωστή ως εξέγερση του Σπάρτακου, και από τη
δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, όπως και
χιλιάδων εργατών που συμμετείχαν στην εξέγερση. Ήταν ο πρώτος
σημαντικός σταθμός στην επαναστατική εποχή που έζησε η Γερμανία από τα
τέλη του 1918 μέχρι και το 1923.


Στις 4 Νοέμβρη 1918, μια αυθόρμητη εξέγερση των ναυτών στη βάση του
γερμανικού πολεμικού ναυτικού στο Κίελο, σηματοδότησε την έκρηξη της
γερμανικής επανάστασης, μιας επανάστασης που άλλαξε την πορεία της
ιστορίας όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε όλο τον κόσμο. Η γερμανική
άρχουσα τάξη υποχρεώθηκε να σταματήσει τον πόλεμο, με αποτέλεσμα μέσα
σε λίγες μέρες να τελειώσει και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το
αυτοκρατορικό καθεστώς, ο Γερμανός Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ και η δυναστεία
των Χοεντζόλερν, ακολουθώντας την ίδια πορεία με τον Τσάρο Νικόλαο και
τους Ρομανόφ, γκρεμίστηκαν. Εργατικά συμβούλια, στο πρότυπο των ρωσικών
σοβιέτ, ξεπήδησαν σε ολόκληρη την πρώην αυτοκρατορία.


Από το 1918 ως το 1923 τα συμβούλια των εργατών αντιπροσώπων
βρέθηκαν να κυβερνούν πόλεις και περιοχές από το Βλαδιβοστόκ ως το
Βερολίνο και από τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Ταυτόχρονα
πρωτοφανείς εργατικοί αγώνες συγκλόνισαν ολόκληρο τον κόσμο. Στην
Ιταλία υπήρξε η γνωστή κόκκινη διετία. Εκατοντάδες χιλιάδες
βιομηχανικοί εργάτες οργανώνονται σε εργοστασιακές επιτροπές και κάτω
από την απειλή των πολυβόλων, καταλαμβάνουν και διευθύνουν τους χώρους
εργασίας για λογαριασμό τους. Στη Βαρκελώνη, το Φλεβάρη του 1919,
ξεσπούν απεργίες με πολιτικά αιτήματα, που γρήγορα εξαπλώνονται σε όλη
την Καταλονία και καταλήγουν σε γενική απεργία. Στην Αγγλία γίνονται οι
μεγαλύτερες απεργίες στην ιστορία της χώρας. Την ίδια στιγμή,
κομμουνιστικά κόμματα και συνδικάτα ιδρύονται σε όλο τον κόσμο, ενώ
στην Ιρλανδία, την Ινδία και την Κίνα αρχίζουν τα πρώτα μεγάλα
εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.


Όλα έδειχναν ότι η Γερμανία θα ακολουθούσε τα χνάρια της
επαναστατημένης Ρωσίας και ότι η ελπίδα του Λένιν και του Τρότσκι για
μια ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ομοσπονδία που, στηριγμένη από τη μία στους
τεράστιους γεωργικούς πόρους της Ρωσίας και στην παντοδύναμη βιομηχανία
της Γερμανίας από την άλλη, θα μπορούσε όχι μόνο να σώσει από την
καταστροφή το απομονωμένο και αδύναμο σοβιετικό κράτος, αλλά και με τη
φλογερή της πνοή να σπρώξει και όλο τον υπόλοιπο κόσμο στην πορεία για
την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση.


Τα πράγματα όμως δεν είχαν τέτοια εξέλιξη. Παρά τις τεράστιες μάχες
και τον ασύγκριτο ηρωισμό των επαναστατημένων μαζών, η γερμανική
επανάσταση ηττήθηκε και οι συνέπειες της ήττας αυτής ήταν τραγικές.
Πρώτον, άφησε τη ρωσική επανάσταση απομονωμένη, αποδεκατισμένη και
οικονομικά κατεστραμμένη μετά τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική
επέμβαση. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη γραφειοκρατικοποίηση του
εργατικού κράτους, τη σταλινική αντεπανάσταση και την εγκαθίδρυση μιας
νέας εξουσίας: του κρατικού καπιταλισμού. Δεύτερο, τη διέξοδο από την
τεράστια κρίση του γερμανικού καπιταλισμού την οποία δεν μπόρεσαν να
δώσουν οι επαναστάτες από τα κάτω, την έδωσαν οι καπιταλιστές από τα
πάνω. Όχι βέβαια με τη θνησιγενή «δημοκρατία της Βαϊμάρης», αλλά
επιλέγοντας το πιο γερό τους χαρτί: τους ναζί.


Η ήττα της επανάστασης στη Γερμανία δεν ήταν αναπόφευκτη, ούτε η πορεία
προς αυτήν ευθύγραμμη. Ήταν αποτέλεσμα σκληρής πάλης, ιδεολογικών μαχών
και πολιτικών επιλογών, που δίνουν έναν πλούτο μαθημάτων τόσο σε
επίπεδο στρατηγικής όσο και τακτικής. Μαθημάτων που οποιοσδήποτε
παλεύει σήμερα για να αλλάξει αυτόν τον κόσμο πρέπει να πάρει.


Η ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού
Στα τέλη του 18ου
αιώνα η γερμανική αυτοκρατορία απαρτιζόταν από ένα παζλ μικρότερων
κρατών, πριγκηπάτων και ελεύθερων πόλεων, με κυριότερο το Πρωσικό
κράτος. Όλοι αυτοί αποδέχονταν την εξουσία του Κάιζερ, διατηρώντας όμως
κάποιες τοπικές εξουσίες. Η κεντρική κυβέρνηση οριζόταν από τον
αυτοκράτορα, ενώ το κοινοβούλιο (δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι άντρες)
το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ψηφίζει τα κυβερνητικά
νομοσχέδια. Παράλληλα όμως με αυτή την εικόνα του σχεδόν απόλυτου
δεσποτισμού υπήρχε η πραγματικότητα της αλματώδους ανάπτυξης του
γερμανικού καπιταλισμού, που με 40 χρόνια συνεχούς οικονομικής
ανάπτυξης ξεπέρασε ακόμα και την παραγωγή της Βρετανίας, κάνοντας τη
Γερμανία την πιο ισχυρή βιομηχανική χώρα της Ευρώπης. Αποτέλεσμα αυτού
του οικονομικού «θαύματος» ήταν οι φιλελεύθεροι αστοί, που το 1848
είχαν αποτύχει να πάρουν την εξουσία, να μετατραπούν σε ένθερμους
υποστηρικτές της μοναρχίας, αφήνοντας ως μόνους αντιπολιτευόμενους τους
σοσιαλδημοκράτες.


Το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) ήταν ο κύριος εκφραστής
σχεδόν όλων των οργανωμένων εργατών και υπήρξε η μεγαλύτερη οργάνωση
στην ιστορία με αναφορά στην επανάσταση. Με ένα εκατομμύριο μέλη,
τέσσερα εκατομμύρια ψηφοφόρους, δύο εκατομμύρια μέλη στα συνδικάτα που
καθοδηγούσε, 110 βουλευτές, 90 καθημερινές εφημερίδες, 267
δημοσιογράφους, 3.000 επαγγελματίες, οργάνωση νεολαίας, οργάνωση
γυναικών, βιβλιοθήκες, αθλητικούς συλλόγους, επιμορφωτικά κέντρα,
σχολεία κ.ά., το SPD ήταν το καμάρι της σοσιαλιστικής διεθνούς και
πρότυπο οργάνωσης για τους σοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο.


Το SPD ιδρύθηκε το 1875 με τη συνένωση δύο διαφορετικών ρευμάτων:
το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα του Α. Μπέμπελ, με μαρξιστικές
αναφορές, και τη γενική γερμανική εργατική ένωση του Φρ. Λασάλ που
πάλευε για μεταρρυθμίσεις μέσω της συνδιαλλαγής με το κράτος. Η
καταστολή, που γνώρισε το κόμμα στα πρώτα του βήματα, το έσπρωξε σε πιο
ριζοσπαστικές θέσεις και στην αποδοχή των επιχειρημάτων των μαρξιστών,
θέσεις που εκφράστηκαν στο πρόγραμμα του κόμματος στο συνέδριο της
Ερφούρτης, το 1891 (Μάξιμουμ αιτήματα).


Το γιγάντεμα του κόμματος όμως δεν είχε αντιστοιχία και στους
κοινωνικούς αγώνες. Από το 1880 ως το 1914 οι απεργίες στη Γερμανία
ήταν ελάχιστες και οι δυνατότητες για αντιπαράθεση με το κράτος, ώστε
να δοκιμαστεί στην πράξη η πολιτική του κόμματος, περιορισμένες. Αυτό
είχε ως αποτέλεσμα η δουλειά των σοσιαλιστών να περιστρέφεται γύρω από
την καθημερινή ρουτίνα (εκδόσεις, συγκεντρώσεις, όμιλοι) είτε γύρω από
περιφερειακές εκλογικές διαδικασίες. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μια
σειρά από στελέχη του κόμματος και ιδιαίτερα τα ηγετικά έφτασαν να
θεωρούν τη ρουτίνα αυτή αυτοσκοπό, μεταθέτοντας την πάλη για την
ανατροπή του συστήματος στο μέλλον. Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας του
αποκλεισμού του SPD από την κεντρική πολιτική σκηνή, με τους
περιοριστικούς νόμους του καγκελάριου Μπίσμαρκ, δεν υπήρχε και λόγος
για οριστική ρήξη με τις αρχές του μαρξισμού. Όταν όμως οι
περιοριστικοί νόμοι αποσύρθηκαν και το κόμμα βγήκε από την παρανομία,
ξέσπασε η εσωτερική μάχη για τον προσανατολισμό του.
Οι τρεις τάσεις στο SPD
Η αριστερή, με επικεφαλής τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ
που, κρατώντας την παράδοση του μαρξισμού, υποστήριζαν ότι οι αγώνες
για οικονομικές διεκδικήσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον αγώνα
για την κοινωνική ανατροπή, ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεφύγει
από την έμφυτη τάση του για δημιουργία όλο και μεγαλύτερων κρίσεων, που
οδηγούν τον ίδιο, αλλά και την κοινωνία, στην καταστροφή. Τέλος τόνιζαν
τον κίνδυνο που προέκυπτε από την κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών
ανταγωνισμών των ευρωπαϊκών δυνάμεων και εναντιωνόντουσαν στο γερμανικό
μιλιταρισμό και τις αποικιοκρατικές βλέψεις της γερμανικής άρχουσας
τάξης.
thumb_kautsky civ151b
Στο κέντρο, πολλά ηγετικά στελέχη, όπως ο Μπέμπελ και ο Κάουτσκι,
ταλαντεύονταν ανάμεσα στην κοινοβουλευτική νομιμότητα και την πάλη για
το σοσιαλισμό. Από τη μια μεριά πίστευαν στο στόχο του σοσιαλισμού, από
την άλλη όμως φοβόντουσαν ότι οι «ακραίες» θέσεις της αριστερής φράξιας
θα έδιναν αφορμή στο κράτος να επαναφέρει τα περιοριστικά μέτρα,
απαγορεύοντας τη λειτουργία του κόμματος και καταστρέφοντας το
οικοδόμημα που μια ζωή πάλευαν να χτίσουν. Στη δεξιά τάση, ο
Μπερνστάιν, ο Έμπερτ και άλλοι σημαντικοί ηγέτες του SPD αρνιόντουσαν
το μαρξισμό, ταυτίζοντας τα συμφέροντα της εργατικής τάξης με την
ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού και την επέκταση του γερμανικού
μιλιταρισμού.


Παρ’ όλες όμως τις διαφορές τους, οι τάσεις αυτές ποτέ δεν
εκφράστηκαν ανοιχτά σαν πολιτικές φράξιες. Έτσι το κόμμα φαινόταν
αφοσιωμένο στη σοσιαλιστική προοπτική ακόμα και στα μάτια επαναστατών
όπως ο Λένιν. Η πλασματική εικόνα της ενότητας του κόμματος διατηρήθηκε
μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην αριστερή πτέρυγα του
SPD υπήρχε μια σειρά ανθρώπων που είχαν επίγνωση των προβλημάτων της
πολιτικής της ηγεσίας του κόμματος, αντιδρούσαν όμως ως μονάδες,
μένοντας μόνο στις καταγγελίες, χωρίς καμία προσπάθεια συντονισμού.
Ακόμα και η Ρόζα Λούξεμπουργκ πίστευε ότι οποιαδήποτε τέτοια κίνηση,
μέσα ή έξω από το SPD, θα ήταν καταστροφική, οδηγώντας τους επαναστάτες
στην απομόνωση. Πίστευε ότι μια έξαρση των εργατικών αγώνων θα
επανέφερε το κόμμα σε επαναστατική τροχιά, χωρίς την ανάγκη οργανωμένης
εσωτερικής πολιτικής πάλης. Στα τέλη του 1913 η αυξανόμενη ένταση της
εσωκομματικής πάλης οδήγησε τη Ρόζα και τους συντρόφους της στην έκδοση
ενός περιοδικού, όπου θα συγκεντρώνονταν οι απόψεις τους και οι
προτάσεις τους για τις πολιτικές επιλογές του κόμματος. Ακόμα όμως κι
έτσι, το περιοδικό ήταν μάλλον ένα τετράδιο ιδεών παρά ο πυρήνας μιας
συγκροτημένης ομάδας. Η αποτυχία των επαναστατών να οργανώσουν τους
οπαδούς τους ακόμα και σε ένα μίνιμουμ πλαίσιο θα είχε τραγικές
συνέπειες στο μέλλον.


Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
Το 1914, ο γερμανικός
καπιταλισμός ήταν ο ισχυρότερος στην Ευρώπη και ο δεύτερος στον κόσμο.
Ασφυκτιούσε όμως στα στενά όρια του γερμανικού κράτους. Οι κύριοι
ανταγωνιστές του, ο αγγλικός και ο γαλλικός καπιταλισμός, παρότι πιο
αδύναμοι είχαν υπό τον έλεγχό τους αχανείς εκτάσεις σε όλο τον πλανήτη
για τη διοχέτευση των εμπορευμάτων τους και για την προμήθεια πρώτων
υλών, εκτάσεις που ο γερμανικός καπιταλισμός ήθελε για λογαριασμό του.
Για να αμυνθούν στη γερμανική επιθετικότητα, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι
συμμάχησαν με την τσαρική Ρωσία και οι Γερμανοί με την Αυστροουγγαρία
και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας,
από έναν Σέρβο εθνικιστή, ήταν ο σπινθήρας στην μπαρουταποθήκη των
ανταγωνιζόμενων εθνικισμών. Η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία υποστήριξαν
τη Σερβία, στην οποία επιτέθηκαν οι Γερμανοί με τους συμμάχους τους.
Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, ο μισός αιώνας καπιταλιστικής ειρήνης και
ευημερίας έγινε συντρίμμια, οδηγώντας την ανθρωπότητα στο μεγαλύτερο
σφαγείο της ιστορίας της.


«Το ταξικά συνειδητοποιημένο γερμανικό προλεταριάτο υψώνει την πιο
φλογερή πνοή διαμαρτυρίας ενάντια στις μηχανορραφίες των πολεμοκάπηλων.
Ούτε μια σταγόνα αίματος γερμανού φαντάρου δεν πρέπει να χυθεί για την
ικανοποίηση της δίψας για εξουσία της αυστριακής κυρίαρχης κλίκας, προς
όφελος των ιμπεριαλιστών κερδοσκόπων». Αυτή ήταν η πρώτη απάντηση του
SPD στο ξέσπασμα του πολέμου, σύμφωνη με το μέχρι τότε πρόγραμμά του.
Όμως λίγο αργότερα έρχεται η πλήρης προδοσία του σοσιαλισμού.


«Πολλά, αν όχι τα πάντα, θα κριθούν για το λαό μας και την ειρηνική
του ανάπτυξη από μια νίκη επί του ρωσικού δεσποτισμού. Το καθήκον μας
είναι να απομακρύνουμε αυτό τον κίνδυνο, να εξασφαλίσουμε την
ανεξαρτησία και τον πολιτισμό της χώρας μας. Σε αυτή την ώρα του
κινδύνου, δεν θα αφήσουμε την πατρίδα αβοήθητη». Ανάμεσα σε αυτά τα δύο
κείμενα, που έβγαλε η ηγεσία του SPD, μεσολάβησαν μόνο 10 μέρες. Όσο
χρειάστηκε για να κηρύξει η Αυστρία πόλεμο στη Σερβία, τόσο χρειάστηκε
για να γονατίσει ο γίγαντας της σοσιαλδημοκρατίας μπροστά στο φάντασμα
της εθνικής ενότητας, υπερψηφίζοντας στο κοινοβούλιο τις πολεμικές
πιστώσεις.


Εκατοντάδες σοβινιστικά συλλαλητήρια έγιναν σε όλη τη χώρα, πλήθη
νέων περίμεναν με ενθουσιασμό τη στρατολόγηση, ενώ τα πογκρόμ ενάντια
σε «κατασκόπους», «σαμποτέρ» και «βομβιστές» ήταν καθημερινή εικόνα τη
ζωής στη Γερμανία. Τα συνδικάτα, ακολουθώντας το SPD, κήρυξαν
«κοινωνική ανακωχή», ενώ σε όλες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης
είχαν πάρει τον έλεγχο οι απολογητές του πολέμου. Η πλειοψηφία των
μελών του κόμματος, στην καλύτερη περίπτωση, απέρριπτε τον επεκτατικό
πόλεμο, υπερασπίζοντας όμως τον πόλεμο «εθνικής άμυνας». Τα λίγα μέλη
της ηγεσίας του SPD που ήταν ενάντια στον πόλεμο, η Ρόζα, η Κλάρα
Τσέτκιν, ο Λίμπκνεχτ, ο Μέριγκ, ήταν απομονωμένα, χωρίς μηχανισμό
διακίνησης των ιδεών τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της κατάστασης
είναι το γεγονός ότι η πρώτη δημόσια αντιπαράθεση για τον πόλεμο έγινε
το Δεκέμβρη, 4 μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, όταν στο κοινοβούλιο
ο Λίμπκνεχτ καταψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις και κάποιες εφημερίδες
του εξωτερικού δημοσίευσαν αντιπολεμικά άρθρα.


Ήταν τέτοιο το μέγεθος της προδοσίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας,
ώστε, όταν τα πρακτικά των αποφάσεων του γερμανικού κοινοβουλίου
δημοσιεύτηκαν στη Ρωσία, ο ίδιος ο Λένιν –περιβόητος για τη
διορατικότητά του– αρνήθηκε να τα πιστέψει και τα κατήγγειλε ως πλαστά
και προϊόντα του γερμανικού επιτελείου.


thumb_german-revolution-ends-horror-of-war-2
Αυτό όμως που δεν κατάφερε να κάνει η σοσιαλδημοκρατία, άρχισε να
το κάνει ο ίδιος ο πόλεμος. Με την έναρξη του πολέμου υπήρχε σε όλα τα
επιτελεία η πεποίθηση ότι ο πόλεμος δεν θα κρατούσε πολύ. Ο οικονομικός
υπολογισμός της γερμανικής κυβέρνησης για τις πολεμικές δαπάνες είχε
φόντο 9 μηνών, καθώς οι πιο αισιόδοξοι έκαναν λόγο για μια πορεία 6
εβδομάδων προς το Παρίσι. Τα προβλήματα διεξαγωγής ενός μακροχρόνιου
«οικονομικού πολέμου» δεν είχαν καν μελετηθεί. Όταν το γερμανικό
επιτελείο συνειδητοποίησε ότι ο πόλεμος θα κρατούσε χρόνια, αναγκάστηκε
να λεηλατήσει τη γερμανική οικονομία για τις ανάγκες της πολεμικής
μηχανής. Χιλιάδες μικρές φάμπρικες και βιοτεχνίες έκλεισαν και η
υλικοτεχνική τους υποδομή μεταφέρθηκε σε κεντρικές μονάδες,
καταστρέφοντας τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής βιομηχανίας. Εκατομμύρια
αγρότες και εργάτες γης επιστρατεύτηκαν, αφήνοντας τα χωράφια
ακαλλιέργητα, με αποτέλεσμα ο εφοδιασμός σε τρόφιμα να μειωθεί σταδιακά
στο 1/5 μέχρι το χειμώνα του 1917, οπότε κατέρρευσε τελείως.


Στα εργοστάσια τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Με ένα νόμο του 1916,
που προέβλεπε τη βιομηχανική επιστράτευση των εργατών με τη δικαιοδοσία
του στρατού, όλα τα προπολεμικά κέρδη της εργατικής τάξης, οικονομικά
και πολιτικά, εξατμίστηκαν και υποχρεώθηκαν να επιβιώνουν με δελτία
τροφίμων. Ταυτόχρονα η επιστράτευση στο μέτωπο όλο και περισσότερων
εργατών ανάγκασε τις γυναίκες να πάρουν τη θέση τους στα εργοστάσια. Το
1916, από τα 9 εκατομμύρια βιομηχανικών εργατών, τα 4,3 εκατομμύρια
ήταν γυναίκες, ενώ πάνω από το μισό των ανθρακωρύχων ήταν μετανάστες ή
αιχμάλωτοι. Μέσα σε λίγους μήνες τα σαράντα χρόνια «ευημερίας» έγιναν
συντρίμμια, αφήνοντας τη θέση τους τον εφιάλτη της πείνας.


Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν επίσης η εξασθένιση των δομών των
οργανώσεων της εργατικής τάξης. Το 1/3 των μελών του κόμματος στάλθηκε
στο μέτωπο, ενώ η δύναμη των συνδικάτων μειώθηκε στο μισό. Οι νέοι
εργάτες, που επιστρατεύονταν για να επανδρώσουν τις γραμμές παραγωγής,
συχνά δεν είχαν καμία επαφή με τις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας,
προερχόμενοι από μεσαία κοινωνικά στρώματα. Ταυτόχρονα η κρατική
καταστολή έκανε το έργο όσων πάλευαν ενάντια στον πόλεμο ακόμα πιο
δύσκολο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο του πολέμου, της οικονομικής κρίσης
και των πολιτικών διώξεων, η διάθεση του κόσμου άρχισε να αλλάζει και ο
ενθουσιασμός για τον πόλεμο να υποχωρεί.


Οι χιλιάδες νεκροί του πολέμου, οι στρατιώτες που στην άδειά τους
μετέφεραν τη φρίκη των χαρακωμάτων, η κερδοσκοπία, άρχισαν σιγά σιγά να
αλλάζουν τη διάθεση του κόσμου και ο ενθουσιασμός για τον πόλεμο να
γίνεται απάθεια ή οργή για τις συνέπειές του. Από τις αρχές του 1915 το
κλίμα υπέρ του πολέμου εξαφανίστηκε και άρχισαν οι πρώτες διαδηλώσεις
στους δρόμους. Οι περισσότερες από αυτές ήταν αυθόρμητες και
αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες που διαμαρτύρονταν για την έλλειψη
τροφίμων, για τις συνεχείς αυξήσεις, ή για τις ελλιπείς μερίδες των
δελτίων και πολλές φορές είχαν ως κατάληξη τη σύγκρουση με την
αστυνομία. Η αλλαγή αυτή στη διάθεση των μαζών έδινε θάρρος σε αυτούς
που είχαν από την αρχή αντιταχθεί στον πόλεμο κι έτσι ξεσπούσαν όλο και
πιο συχνά και πολιτικές διαδηλώσεις.


thumb_liebnecht
Σε μια σειρά από τοπικές οργανώσεις του SPD άρχισε το θέμα του
πολέμου να συζητείται ανοιχτά και να μπαίνουν πιέσεις στις τοπικές
εφημερίδες και στους τοπικούς βουλευτές να ψηφίσουν ενάντια στον
πόλεμο. Στο Βερολίνο, η ομάδα της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ
μπόρεσε να καλέσει σε διαδήλωση την πρωτοχρονιά του 1916. Όταν ο
Λίμπκνεχτ ξεκίνησε την ομιλία του μπροστά σε χιλιάδες εργάτες, τον
συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο μέτωπο, παρόλο που ήταν πάνω από 40
χρονών. Την ημέρα της δίκης του, 55.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία
συμπαράστασης. Στο ίδιο το κοινοβούλιο και κάτω από τις πιέσεις της
βάσης, εκτός από τον Λίμπκνεχτ άλλοι 19 βουλευτές του SPD ψήφισαν κατά
των πολεμικών πιστώσεων.


Η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία και η κατάρρευση του
Τσάρου, στέρησε από το γερμανικό μιλιταρισμό κάθε δικαιολογία για
κίνδυνο από τον «τσαρικό ολοκληρωτισμό» και από τη δεξιά
σοσιαλδημοκρατία τα περί «εθνικής άμυνας». Γινόταν κάθε μέρα όλο και
πιο καθαρό ότι ο πραγματικός σκοπός του πολέμου ήταν η αύξηση της
σφαίρας επιρροής του γερμανικού καπιταλισμού. Κάτω από την πίεση των
γεγονότων, μια ομάδα ιστορικών στελεχών του SPD, το λεγόμενο «κέντρο»,
άρχισε να κάνει λόγο για την ανάγκη άμεσης ειρήνης. Όμως η φιλοπόλεμη
πλειοψηφία στην ηγεσία το κόμματος δεν άφησε κανένα περιθώριο στην
αντιπολίτευση και, αφού απέσπασε τον έλεγχο των πιο σημαντικών
εφημερίδων, διέγραψε όλους τους διαφωνούντες, οδηγώντας τους στη
δημιουργία ενός νέου κόμματος, του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματους (USPD). Στο νέο αυτό σχηματισμό εντάχθηκε και η αριστερή
πτέρυγα του SPD που ακόμα και αυτή τη στιγμή παρέμενε ανοργάνωτη και
πολυδιασπασμένη.
Την ίδια στιγμή μεγάλωνε και η δυσαρέσκεια των στρατιωτών για τους
αξιωματικούς. Η σκληρή πειθαρχία, η συχνά απάνθρωπη μεταχείριση, οι
ελεεινές συνθήκες διαβίωσης, οι φτωχές μερίδες φαγητού έρχονταν σε
αντίθεση με τα προνόμια και τα κραυγαλέα κέρδη της πρωσικής
στρατιωτικής αριστοκρατίας. Τον Ιούνη του 1917, οι ναύτες του στόλου
έκαναν στάσεις και απεργίες πείνας, με αίτημα την αναγνώριση κάποιας
μορφής συνδικαλιστικών οργανώσεων. Μέσα σε λίγες μέρες οι αρχές τους
τσάκισαν, εκτέλεσαν τους αρχηγούς τους και καταδίκασαν πολλούς σε
καταναγκαστικά έργα.


Το Νοέμβρη του 1918 άρχισαν να ξεσπούν απεργίες στη Βιέννη, στη
Βουδαπέστη, στο Κίελο, στο Μόναχο. Σε λίγες μέρες εξαπλώθηκαν σε όλη τη
Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες
απεργούσαν με αιτήματα τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Νέα εργατικά
συμβούλια δημιουργήθηκαν για την εκπροσώπησή τους. Η απάντηση του
κράτους ήταν σκληρή. Επιβάλλοντας το στρατιωτικό νόμο, συνέλαβε τους
αρχηγούς των εργατών και 1 στους 10 εργάτες τους έστειλε στο μέτωπο.
Όπως και στην περίπτωση των ναυτών, οι εργάτες δεν είχαν καθαρή εικόνα
για το τι ήθελαν. Η συντριπτική πλειοψηφία τους απλά ήθελε να
επιστρέψει στις προπολεμικές συνθήκες, ενώ στην ηγεσία τους βρίσκονταν
και άτομα, κυρίως από την ηγεσία του SPD, που είχαν καθαρό σκοπό να
εμποδίσουν την εξάπλωση και τη νίκη των απεργιών. Πήραν όμως και ένα
πολύ σημαντικό μάθημα, ότι δεν μπορείς να αντιπαρατεθείς στη
στρατιωτική μηχανή με συνδικαλιστικές μεθόδους. Μάθημα που στο άμεσο
μέλλον θα τους ήταν απαραίτητο.


Η επανάσταση
Το καλοκαίρι του 1918 ο γερμανικός στρατός έκανε
μια μεγάλη επίθεση στο Δυτικό Μέτωπο και, εκμεταλλευόμενος την απόσυρση
της επαναστατικής Ρωσίας από τον πόλεμο, έριξε όλες τις δυνάμεις και
τους πόρους του στη μεγαλύτερη επίθεση του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τα
αποτελέσματα ήταν τόσο καταστροφικά, ώστε έχασε κάθε δυνατότητα
συνέχισης του πολέμου. Η συζήτηση πια στο γενικό επιτελείο και στην
κυβέρνηση ήταν το πώς θα απέτρεπαν την ολοκληρωτική κατάρρευση του
μετώπου με μια συμβιβαστική ειρήνη. Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου οι
αρχηγοί του επιτελείου Λούτεντορφ και Χίντενμπουργκ συναντήθηκαν με τον
αυτοκράτορα Γουλιέλμο και ζήτησαν την παραίτησή του. Στη θέση του
σχηματίστηκε κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρίγκηπα της Βάδης. Στην
κυβέρνηση αυτή συμμετείχαν όλα τα αστικά κόμματα, μέλη της
αυτοκρατορικής οικογένειας και, έπειτα από πρόσκληση, και οι ηγέτες του
SPD με επικεφαλής το γραμματέα του κόμματος Έμπερτ, ο οποίος σε έναν
ακόμα χαρακτηριστικό συμβιβασμό δήλωσε: «Αν δεν έρθουμε σε συνεννόηση
με τα αστικά κόμματα… τότε θα έχουμε αποδεχθεί τις επαναστατικές
τακτικές… Μια τέτοια εξέλιξη θα μας φέρει σε μια κατάσταση σαν κι αυτή
που βίωσε η Ρωσία». Σκοπός της κυβέρνησης ήταν η διατήρηση του θεσμού
της μοναρχίας, ο τερματισμός του πολέμου με μια συμβιβαστική ειρήνη και
η επίδοση κάποιων παροχών στους εργάτες.


Απέτυχαν και στα δύο. Η Αντάντ και ιδιαίτερα οι Γάλλοι, γνωρίζοντας
την άθλια κατάσταση του γερμανικού στρατού, δεν είχαν κανένα σκοπό να
βιαστούν να συμβιβαστούν και, αποσκοπώντας στο διαμελισμό της
αυτοκρατορίας, ανάγκαζαν το γερμανικό επιτελείο να στέλνει χιλιάδες
στρατιώτες στο θάνατο, χωρίς καμιά ελπίδα νίκης. Ταυτόχρονα ο
οικονομικός μαρασμός της οικονομίας, εξαιτίας του πολέμου, δεν άφηνε
περιθώρια βελτίωσης του εργατικού εισοδήματος. Η ένταση τόσο στα
εργοστάσια όσο και στο στρατό μεγάλωνε με γεωμετρική πρόοδο και οι
λιποταξίες αυξήθηκαν, καθώς οι στρατιώτες δεν έβλεπαν για ποιο λόγο θα
έπρεπε να συνεχίσουν να πολεμούν, ενώ μαζικές αυθόρμητες διαδηλώσεις
διαδέχονταν η μία την άλλη.


Η νέα κυβέρνηση απαντούσε σε όλα αυτά με την ίδια σκληρή
αποφασιστικότητα και, χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους με την παλιά,
συνδαύλιζε ακόμα περισσότερο την οργή των μαζών.
Τον Οκτώβρη του 1918, σε μια απελπισμένη προσπάθεια, αφού δεν υπήρχε
καμιά πιθανότητα νίκης, το γενικό επιτελείο αποφάσισε να ρίξει στη μάχη
το στόλο, το μοναδικό λειτουργικό του σχηματισμό. Οι ναύτες,
γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες μιας ναυμαχίας και απρόθυμοι να
θυσιαστούν για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και της αριστοκρατίας,
κατέλαβαν τα πλοία και σταμάτησαν κάθε δράση τους. Όταν η κυβέρνηση
τους επιτέθηκε, απάντησαν με τα όπλα τους.
Η γερμανική επανάσταση είχε αρχίσει.


thumb_antiwar strike
Μέσα σε λίγες μέρες όλη η Γερμανία βρέθηκε σε αναβρασμό. Από τη μια
άκρη της χώρας ως την άλλη φτιάχνονταν εργατικά συμβούλια και
στρατιωτικές επιτροπές, τα δημόσια κτίρια καταλαμβάνονταν, οι υπηρεσίες
πέρασαν στα χέρια των επαναστατημένων εργατών και στρατιωτών, τα
στρατόπεδα, τα εργοστάσια, οι δρόμοι γέμισαν με κόκκινες σημαίες και
συνθήματα, που προπαγάνδιζαν την εργατική δημοκρατία.


Η κυβέρνηση βρέθηκε τελείως ανίσχυρη μπροστά σ’ αυτό τον τυφώνα των
εξελίξεων. Στην προσπάθειά της να διατηρήσει την εξουσία, επιχείρησε να
φέρει στρατεύματα από το μέτωπο, αλλά δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα
πιστό σύνταγμα σε ολόκληρη τη χώρα. Οι στρατιώτες του μετώπου,
αρνούμενοι να σηκώσουν όπλο ενάντια στην επανάσταση, συνέλαβαν τους
αντιδραστικούς αξιωματικούς τους και δημιούργησαν επιτροπές, που
απαιτούσαν την άρση όλων των διακριτικών και των παρασήμων των
αξιωματικών και διόριζαν τις δικές τους ηγεσίες.


Την ίδια στιγμή στα εργοστάσια, οργισμένοι από πέντε χρόνια πολέμου
και στερήσεων, οι εργάτες προχώρησαν σε γενικές απεργίες και πήραν τον
έλεγχο της παραγωγής. Η μόνη πραγματική εξουσία σε ολόκληρη τη χώρα
βρισκόταν στα χέρια των εργατικών και στρατιωτικών επιτροπών, ενώ τόσο
οι τοπικές κυβερνήσεις όσο και το Ράιχσταγκ είχαν καταρρεύσει.


Οι ηγέτες του SPD, φοβούμενοι την κλιμάκωση της επανάστασης και
εκμεταλλευόμενοι την οργή του κόσμου, οδήγησαν σε παραίτηση την
κυβέρνηση του πρίγκιπα Μαξ και δημιούργησαν μια καινούργια, όπου τα
υπουργεία ήταν μοιρασμένα ανάμεσα στα δύο μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα
(SPD-USPD) και η νέα αυτή «σοσιαλιστική» κυβέρνηση ανακήρυξε τη
Γερμανική Δημοκρατία. Στις 11 Αυγούστου ψηφίστηκε το σύνταγμα του νέου
καθεστώτος στην πόλη Βαϊμάρη (γι’ αυτό και ονομάστηκε «Δημοκρατία της
Βαϊμάρης»).


Οι ηγέτες του Σπάρτακου προειδοποίησαν ότι η επανάσταση έχει πολύ
δρόμο ακόμη και ότι η νέα κυβέρνηση σκοπό της έχει να υπονομεύσει και
να καταστείλει την εξέγερση, όμως για την πλειοψηφία των εργατών και
στρατιωτών η επανάσταση φαινόταν να έχει νικήσει. Η αυθόρμητη εξέγερσή
τους είχε ανατρέψει το παλιό μισητό καθεστώς και παρότι δεν ήταν
σίγουροι για το τι ήθελαν σχετικά με το μέλλον, είχαν εμπιστοσύνη στους
σοσιαλδημοκράτες, αφού για χρόνια ολόκληρα τους αναγνώριζαν ως την
Αριστερά της χώρας. Η εμπιστοσύνη αυτή μάλιστα ήταν πολύ πιο
διαδεδομένη στους εργάτες που δεν είχαν προηγούμενη πολιτική και
συνδικαλιστική εμπειρία, που πρώτη φορά μέσα στη θύελλα της επανάστασης
τραβήχτηκαν στην πολιτική και δεν γνώριζαν κανέναν άλλο σοσιαλιστικό
κόμμα από το SPD.


Η νέα κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη το αριστερό της προσωπείο και την
επαναστατική της φρασεολογία, τοποθέτησε στην ηγεσία όλων των επιτροπών
και συμβουλίων δικούς της ανθρώπους για να τους έχει υπό τον έλεγχό της
και κατήγγειλε την πολεμική των Σπαρτακιστών ως διαλυτική και
διασπαστική. Ταυτόχρονα διατήρησε όλους τους θεσμούς του παλιού
καθεστώτος: το στρατό, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, την κρατική
γραφειοκρατία...


Τα πράγματα όμως δεν ήταν εύκολα για τη νέα κυβέρνηση. Παρά την
υπογραφή της ειρήνης και την έξοδο από τον πόλεμο, η οικονομία της
χώρας ήταν διαλυμένη. Η εξάρθρωση της βιομηχανίας για τις ανάγκες του
πολέμου, η καταστροφή της γεωργικής παραγωγής, τα χαμένα εδάφη, οι
πολεμικές αποζημιώσεις, ο έλεγχος της Αντάντ στις πρώτες ύλες, οι
χιλιάδες αποστρατευμένοι που έμεναν άνεργοι, ήταν κρίσιμα προβλήματα
που δεν μπορούσαν να λυθούν εύκολα. Από τη μια μεριά οι αξιωματικοί και
οι καπιταλιστές ζητούσαν πειθαρχία, σκληρότερα μέτρα και ενίσχυση της
επιχειρηματικότητας και των κερδών τους, ενώ από την άλλη οι στρατιώτες
και οι εργάτες περίμεναν βελτίωση της ζωής τους σαν αποτέλεσμα της
εξέγερσής τους. Όποτε όμως η κυβέρνηση έφτανε σε αδιέξοδο, υποστήριζε
τους πρώτους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή απαξίωσή της από τις
μάζες, που στρέφονταν κατά κύριο λόγο προς τους αριστερούς ανεξάρτητους
του USPD και λιγότερο προς το νεοϊδρυθέν Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα,
KPD (το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Σπαρτακιστές και η ομάδα της
Βρέμης). Η αγανάκτηση από την πολιτική της κυβέρνησης άρχισε να
εκφράζεται σε ολόκληρη τη χώρα με απεργίες και διαδηλώσεις, πολλές από
τις οποίες ήταν και ένοπλες.


Η καταστολή
Στην προσπάθειά της να επιβάλει την τάξη, η νέα κυβέρνηση διαπίστωσε
ότι δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στις στρατιωτικές μονάδες της
δημοκρατίας κι έτσι έβαλε μπρος ένα σχέδιο για τη δημιουργία πιστών
παραστρατιωτικών σωμάτων. Τους εθελοντές για τα σώματα αυτά τους βρήκε
στα πρόσωπα των αποστρατευμένων αξιωματικών και των επαγγελματιών
στρατιωτών των ειδικών τμημάτων. Τα τάγματα αυτά εφόδου (frei korps)
εφοδιάζονταν και χρηματοδοτούνταν από τις εύπορες τάξεις και κάποια από
τα μέλη τους, όπως ο Ρούντολφ Ες, στο μέλλον θα έπαιζαν σπουδαίο ρόλο
δίπλα στον Αδόλφο Χίτλερ.


Η έντονη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών, από τις αυξανόμενες
απεργίες, ανάγκασε τους ανεξάρτητους (USPD) να παραιτηθούν από την
κυβέρνηση, πράγμα που οδήγησε από τη μια την κυβέρνηση σε μεγαλύτερη
κρίση και από την άλλη όλο και μεγαλύτερα ακροατήρια προς τη μεριά των
κομμουνιστών. Από τις αρχές του Γενάρη του 1919 η κατάσταση στο
Βερολίνο ήταν έκρυθμη. Κάθε μέρα γίνονταν διαδηλώσεις και πολιτικές
συγκεντρώσεις από χιλιάδες εργάτες. Η κυβέρνηση, φοβούμενη ότι θα έχανε
κάθε έλεγχο, έψαχνε μια αφορμή για να συντρίψει τους επαναστάτες, όσο
ακόμα δεν είχαν σημαντική επιρροή. Η αφορμή αυτή βρέθηκε στις 6 του
Γενάρη.


Απέλυσε το διοικητή της αστυνομίας του Βερολίνου και μέλος του USPD
και τον αντικατέστησε με έναν μοναρχικό αξιωματικό. Χιλιάδες
αγανακτισμένοι εργάτες βγήκαν στους δρόμους στα πρόθυρα της εξέγερσης.
Η Ρόζα Λουξεμπουργκ ήταν αντίθετη σε μια πρόωρη εξέγερση, όμως οι
δυνάμεις του (διχασμένου και στο εσωτερικό του) KPD ήταν πολύ μικρές
για να τη συγκρατήσουν. Οι εργάτες κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια και το
κέντρο της πόλης, δίνοντας στην κυβέρνηση την ευκαιρία που ζητούσε.
Στην αρχή άρχισε να σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσα στους εργάτες,
καταγγέλλοντας τους κομμουνιστές για αιματοχυσία και πρόκληση εμφυλίου
πολέμου και στη συνέχεια διέταξε τις πιστές της δυνάμεις να επιτεθούν.


Όσο η κυβέρνηση ετοιμαζόταν για μάχη, η ηγεσία των ανεξάρτητων
καλούσε σε ειρηνευτικές συνομιλίες αντί να οργανώνει τους εργάτες, ενώ
η ηγεσία των κομμουνιστών δεν είχε ακόμα πλήρη εικόνα για το τι είχε
συμβεί. Όταν η επίθεση άρχισε, λίγα μπορούσαν να γίνουν. Σε λίγες μέρες
η εξέγερση κάμφθηκε. Αυτό όμως δεν αρκούσε στην κυβέρνηση. Διέταξε τα
τάγματα εφόδου να μπουν στην πόλη. Με την υποστήριξη αρμάτων μάχης και
πυροβολικού, επιτέθηκαν στα κτίρια που ήλεγχαν οι επαναστάτες,
βυθίζοντας την πόλη σε ένα λουτρό αίματος. Όταν τα όπλα σταμάτησαν, η
κύρια εφημερίδα του SPD έγραψε: «Εκατοντάδες πτώματα στη σειρά,
προλετάριοι. Ο Καρλ, η Ρόζα, ο Ράντεκ και Σία, ούτε ένας από αυτούς δεν
κείτεται εκεί, προλετάριοι». Αυτό ήταν αρκετό, ώστε οι δολοφόνοι των
ταγμάτων εφόδου να πάρουν το μήνυμα. Δυο μέρες μετά, η Ρόζα και ο
Λίμπκνεχτ, που είχαν αρνηθεί να εγκαταλείψουν την πόλη, συνελήφθησαν,
δολοφονήθηκαν με μια σφαίρα στο κεφάλι και τα σώματά τους πετάχτηκαν
στο ποτάμι. Η αντεπανάσταση ξεκινούσε.


Το δράμα του Γενάρη στο Βερολίνο επαναλήφθηκε πολλές φορές τους
επόμενους μήνες σε ολόκληρη τη χώρα. Σε πολλές περιοχές της Γερμανίας
οι μόνες στρατιωτικές δυνάμεις ήταν υπό τον έλεγχο των τοπικών
συμβουλίων και επιτροπών, διοικούνταν από αυτές και σε αυτές έδιναν
λογαριασμό, αγνοώντας πλήρως την κυβέρνηση στο Βερολίνο. Παρότι τα
συμβούλια αυτά σε μεγάλο βαθμό απαρτίζονταν από μέλη του SPD, η
κυβέρνηση δεν τους είχε εμπιστοσύνη ότι μπορούσαν να επιβάλουν την
τάξη. Επιστράτευε σε κάθε περίπτωση τα τάγματα εφόδου. Στο Ρουρ, στη
Βρέμη, στο Αμβούργο, στην κεντρική Γερμανία, στο Μόναχο και ξανά στο
Βερολίνο οι απεργίες και οι εξεγέρσεις αντιμετωπίστηκαν με την πιο
σκληρή βία. Χιλιάδες εργάτες σκοτώθηκαν στις μάχες, εκατοντάδες
οδηγήθηκαν στις φυλακές και δεκάδες επαναστατών δολοφονήθηκαν. Πατώντας
στην απειρία των κομμουνιστών και στην έλλειψη κεντρικού πολιτικού
σχεδίου και συντονισμού των εργατών, η κυβέρνηση κατάφερε να διαλύσει
τα συμβούλια και να αποσπάσει την εξουσία από τους στρατιώτες και τους
εργάτες. Το πρώτο μέρος της γερμανικής επανάστασης τέλειωσε προς όφελος
της κυβέρνησης, που κατάφερε όχι μόνο να διασωθεί, αλλά και να
συγκεντρώσει γύρω της και όλη την εξουσία, πολιτική και στρατιωτική.
Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι έβγαλε τη χώρα από την κρίση. Τη διέξοδο, που
δεν μπόρεσαν να δώσουν οι επαναστάτες από τα κάτω, ετοιμάζονταν να τη
δώσουν οι αστοί από τα πάνω.


thumb_hist_kapp_putsch
Στις 13 Μάρτη του 1920 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα. Φάλαγγες
στρατιωτών και κυρίως των παραστρατιωτικών «ταγμάτων εφόδου», υπό την
καθοδήγηση των ίδιων στρατηγών που είχαν στηρίξει μέχρι τότε την
κυβέρνηση και καταστείλει τις εργατικές εξεγέρσεις, μπήκαν στο
Βερολίνο. Η κυβέρνηση βρέθηκε τελείως ανίσχυρη. Όσοι αξιωματικοί δεν
είχαν πάρει μέρος στο πραξικόπημα, αρνήθηκαν να την υποστηρίξουν,
παραμένοντας ουδέτεροι, μέχρι να δουν προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα.
Οι πραξικοπηματίες δημιούργησαν αμέσως νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον
Καπ και τη στήριξη όλων των αστικών κομμάτων.


Την απάντηση, που δεν μπόρεσε να δώσει η κυβέρνηση στο πραξικόπημα,
την έδωσαν οι εργάτες, αντιδρώντας αυθόρμητα με γενική απεργία. Ήταν
τέτοια η πίεση της βάσης, που τη γενική απεργία προσυπέγραψε και η
ηγεσία του SPD, αρνούμενη να στείλει εκπροσώπους στη νέα κυβέρνηση. Ο
αντίκτυπος της απεργίας ήταν τεράστιος. Με σχεδόν καθολική συμμετοχή,
κόπηκε η παροχή αερίου και ηλεκτρικού, σταμάτησε ο σιδηρόδρομος, καθώς
και η τροφοδότηση των πόλεων με τρόφιμα και πρώτες ύλες. Ακόμα και στις
τράπεζες και τα υπουργεία οι κατώτεροι υπάλληλοι απεργούσαν,
καθιστώντας τη λειτουργία του κράτους αδύνατη.


Τα πράγματα όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Σε όλη τη Γερμανία οι εργάτες
εξοπλίζονταν για να αντεπιτεθούν. Η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών έκανε
τα πράγματα πιο εύκολα, διατάζοντας τα στρατεύματά της να επιτεθούν
στους απεργούς. Από εκείνη τη στιγμή και για πρώτη φορά τα κόμματα της
Αριστεράς ενώθηκαν, οδηγώντας τους εργάτες στην αντεπίθεση. Δεν υπήρχαν
πια «μετριοπαθείς» στο συγκεκριμένο ζήτημα, γιατί όλοι είχαν
συνειδητοποιήσει ότι το πραξικόπημα έπρεπε να τσακιστεί. Στη μια πόλη
μετά την άλλη οι εργάτες εξοπλίζονταν και έδιωχναν τους δεξιούς
πραξικοπηματίες. Σε κάθε πόλη, που καταλάμβαναν, δημιουργούσαν νέα
εργατικά συμβούλια, πολιτοφυλακές και αναλάμβαναν τη διοίκηση. Στρατιές
εργατών συγκρούστηκαν με τις μονάδες των πραξικοπηματιών και τις
διέλυσαν στο Ρουρ, στη Λειψία, τη Βαυαρία, αναγκάζοντας τους
πραξικοπηματίες να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα και την εξουσία.


Οι εργάτες της Γερμανίας τσάκισαν το πραξικόπημα του Επιτελείου και
της αστικής τάξης και για μια φορά ακόμα πήραν την εξουσία στα χέρια
τους. Το βασικό πρόβλημα όμως, όπως και στην επανάσταση του Γενάρη,
ήταν το τι έπρεπε να κάνουν τώρα. Το SPD ήθελε μια κυβέρνηση ενότητας
ακόμα και με τα αστικά κόμματα, το USPD μια καθαρή «σοσιαλιστική»
κυβέρνηση ενώ το KPD ήταν διχασμένο.


Η πλειοψηφία δεν ήθελε καμιά συμμετοχή στην κυβέρνηση, ώστε να μην
επωμιστεί τις ευθύνες της αστικής διαχείρισης, και υποστήριζε το ρόλο
των συμβουλίων, παρότι η ηγεσία τους ήταν στα χέρια σοσιαλδημοκρατών,
γιατί σαν μοντέλο ήταν σωστό και γιατί είχαν την υποστήριξη της
πλειοψηφίας των εργατών. Δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τη βάση των
μελών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, γιατί πίστευαν ότι οι απόψεις
τους μπορούν να τους κερδίσουν.
Η μειοψηφία του KPD, για λόγους αρχής, δεν ήθελε καμιά επαφή με τα δύο
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, προβάλλοντας μια υπεραριστερή κριτική. Οι
διαμάχες αυτές στο τέλος οδήγησαν το κόμμα στη διάσπαση.


Όλες αυτές οι χρονοβόρες διαδικασίες ανάμεσα στην Αριστερά έδωσαν
το περιθώριο στη δεξιά σοσιαλδημοκρατία να σταθεί ξανά στα πόδια της
και να σχηματίσει νέα κυβέρνηση. Στηριζόμενη στους αξιωματικούς και
στους σχηματισμούς που είτε την είχαν προδώσει, είτε είχαν αρνηθεί να
τη βοηθήσουν, άρχισε σιγά σιγά να επαναφέρει τη χώρα στον
κοινοβουλευτικό δρόμο. Σταμάτησε να υποστηρίζει τις απεργίες,
προβοκάρισε τα συμβούλια, που είχαν δημιουργηθεί και, παίρνοντας τον
έλεγχο από τις πολιτοφυλακές, τον έδωσε πίσω στην αστυνομία και το
στρατό. Πότε με αριστερές υποσχέσεις, πότε με προβοκάτσιες και πότε με
τη βία, κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο σε ολόκληρη σχεδόν τη
Γερμανία, στηριζόμενη κατά πολύ και στα μεσαία στρώματα, που εκδήλωναν
απέχθεια προς την έλλειψη «σταθερότητας».


Μόλις κατάφερε να διασπάσει την ενότητα των εργατών, ακολούθησε την
ίδια συνταγή με το Γενάρη. Εξαπέλυσε τα τάγματα εφόδου και τις διάφορες
εθελοντικές ακροδεξιές συμμορίες ενάντια στους εργάτες. Τα κύματα βίας
που ακολούθησαν, τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες, οι συλλήψεις, έκαμψαν
το φρόνημα των εργατών, οι οποίοι, μετά την ανατροπή του
πραξικοπήματος, στην πλειοψηφία τους δεν είχαν καθαρό κάποιο στόχο
πάλης.


Η οικονομική καταστροφή της Γερμανίας όξυνε ολοένα και περισσότερο την
πόλωση, σπρώχνοντας μεγάλα κομμάτια ή στο KPD ή στην άκρα Δεξιά. Το
μάρκο είχε υποτιμηθεί τόσες φορές που στην ουσία είχε χάσει την αξία
του, οι μισθοί είχαν πέσει σε λιγότερο από το μισό της αξίας που είχαν
το 1914, οι οικονομίες της μεσαίας τάξης είχαν εξανεμιστεί. Η κυβέρνηση
δεν μπορούσε να πιέσει άλλο με φορολογία την εργατική τάξη, η οποία
ζούσε στα όρια της επιβίωσης. Από την άλλη, κάθε προσπάθεια για
φορολογία των καπιταλιστών σκόνταφτε στα τεχνάσματά τους, που οδηγούσαν
σε μεγαλύτερη κρίση. Έτσι μια μικρή μερίδα πλούταινε με ρυθμούς
πρωτοφανείς, ενώ η πλειοψηφία οδηγούνταν στην εξαθλίωση. Η μία
κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη, χωρίς να υπάρχει ελπίδα διεξόδου.


Η βάση της σοσιαλδημοκρατίας, κουρασμένη από κενές υποσχέσεις
προσχωρούσε όλο και περισσότερο προς τους κομμουνιστές, ενώ τα μεσαία
στρώματα γίνονταν ακροατήριο για τους ακροδεξιούς εθνικιστές που,
εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες, μάζευαν δυσαρέσκεια. Τα ακροδεξιά
κόμματα, μη συμμετέχοντας στην κυβέρνηση, έκαναν κριτική στην
ανικανότητα των δημοκρατών πολιτικών, στις πολεμικές αποζημιώσεις, που
έπρεπε να πληρώνει η χώρα, στην κατοχή μεγάλων τμημάτων του Ράιχ από
Γάλλους και Πολωνούς, βρίσκοντας απήχηση στους νεόπτωχους μικροαστούς,
καθώς τους έστρεφαν ενάντια στους εργάτες με τη δικαιολογία ότι οι
απεργίες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κρίση. Σε πολλές
περιπτώσεις ομάδες ένοπλων ακροδεξιών επιτέθηκαν και σκότωσαν
διαδηλωτές, μέλη συνδικάτων και κομμουνιστές.


thumb_revolution1918
Οι κομμουνιστές κατάλαβαν τον κίνδυνο και άρχισαν να προπαγανδίζουν
το ενιαίο μέτωπο ενάντια στη φασιστική απειλή. Με απόφαση του KPD,
οργανώθηκαν τμήματα εργατών για την υπεράσπιση των διαδηλώσεων και των
απεργιών, οι γνωστές κόκκινες εκατονταρχίες, στις οποίες συμμετείχαν
και μέλη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τα τμήματα αυτά των εργατών
συχνά συγκρούονταν με ακροδεξιές ομάδες, που επιτίθονταν ακόμα και σε
άμαχα γυναικόπαιδα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πόλωσης, σιγά σιγά το Κομμουνιστικό Κόμμα
άρχισε να παίρνει την πλειοψηφία στα συνδικάτα και στις εργοστασιακές
επιτροπές, αφού η σοσιαλδημοκρατία είχε χάσει κάθε δυνατότητα ακόμα και
να διαπραγματεύεται μίνιμουμ διεκδικήσεις.


Τον Ιούλιο του 1923, ο Μπράντλερ, ένας από τους αρχηγούς του KPD,
πίεζε το κόμμα να κηρύξει την 29 Ιούλη «αντιφασιστική μέρα»,
επιτρέποντάς του να δείξει τη δύναμή του και τη δυνατότητά του να
αναλάβει την ηγεσία του επαναστατικού κινήματος. Η κατάσταση στη
Γερμανία ήταν έκρυθμη. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αρνήθηκαν τη
συμμετοχή, φοβούμενα κλιμάκωση της βίας, ενώ οι φασιστικές συμμορίες
άρχισαν να εξοπλίζονται για πόλεμο. Χιλιάδες εργάτες, αντιλαμβανόμενοι
τη φασιστική απειλή, εντάχθηκαν στις κόκκινες εκατονταρχίες.


Η ηγεσία του KPD, για μια φορά ακόμα διχάστηκε σχετικά με τη
δυνατότητα του κόμματος να οδηγήσει την τάξη στη νίκη. Μη μπορώντας να
αποφασίσουν, ζήτησαν τη γνώμη της Μόσχας. Ο Λένιν, η υγεία του οποίου
είχε κλονιστεί με μια σειρά από εγκεφαλικά, είχε αποσυρθεί από την
ενεργό δράση. Ο Ζινόβιεφ και ο Μπουχάριν κάλεσαν το γερμανικό κόμμα να
κατέβει στο δρόμο, ενώ ο Στάλιν ήταν πεισματικά αρνητικός, «φοβούμενος»
προβοκάτσια. Τελικά η γραμμή του Στάλιν επικράτησε και η αντιφασιστική
μέρα αναβλήθηκε επάπειρο.


Όμως, για μια φορά ακόμα η αυθόρμητη κίνηση της τάξης ξεπέρασε τους
δισταγμούς της κομματικής ηγεσίας. Οι απεργίες διαρκείας ανάγκασαν την
κυβέρνηση σε παραίτηση. Ακόμα και στους πιο δύσπιστους έγινε φανερή η
ομοιότητα της κατάστασης με το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1917 στη
Ρωσία.
Οι Ρώσοι εργάτες, παρά τα 10 χρόνια απομόνωσης, εμφυλίου και των
ιμπεριαλιστικών πολέμων, ενθουσιασμένοι με την προοπτική μιας διεθνούς
επανάστασης, αποφάσισαν με μαζικές συνελεύσεις να στείλουν τμήμα του
μισθού τους στους Γερμανούς συντρόφους τους και άρχισαν να οργανώνονται
για να πάνε στη Γερμανία και να πολεμήσουν στις διεθνείς ταξιαρχίες.


Παρά τον ενθουσιασμό των μαζών, όμως, το πολιτικό και στρατηγικό
έλλειμμα της ηγεσίας του KPD έγινε για άλλη μια φορά φανερό και σε
συνδυασμό με τις οδηγίες του γραφειοκρατικοποημένου, σε σημαντικό βαθμό
πλέον, κέντρου των Μπολσεβίκων έβαλε φρένο στις επαναστατικές
διαθέσεις. Αντί να μείνει στη Γερμανία και να οργανώσει τη δράση του
κόμματος, έχασε μήνες στη Ρωσία, διαφωνώντας με το τι πρέπει να γίνει.


Ο Τρότσκι πίεζε με όλες του τις δυνάμεις, ώστε το γερμανικό κόμμα
να μπει στη μάχη το συντομότερο δυνατό. Ο Ζηνόβιεφ και ο Στάλιν
περίμεναν (όπως και τον Οκτώβρη του ’17), ώσπου οι συσχετισμοί να
γύρουν υπέρ του κόμματος. Πρότειναν στους Γερμανούς κομμουνιστές να
περιμένουν να κερδίσουν με το μέρος τους τις αριστερές πτέρυγες των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, να πάρουν την εξουσία τμηματικά στα
διάφορα κρατίδια και στη συνέχεια να επιδιώξουν την κατάληψη της
κεντρικής εξουσίας.
Το τραγικό όμως ήταν ότι η γερμανική αστική τάξη, που δεν περίμενε να
λύσουν τις διαφορές τους οι επαναστάτες, σιγά σιγά ανασυγκρότησε τις
δυνάμεις της. Δημιούργησε μια καινούργια κυβέρνηση, ανασυγκρότησε το
στρατό και τις παραστρατιωτικές ομάδες και κήρυξε στρατιωτικό νόμο,
τσακίζοντας άγρια τους εργάτες. Όπως έλεγε ο Τρότσκι, δεν αρκεί να
ξέρεις να κραδαίνεις ένα σπαθί, πρέπει να ξέρεις και πώς να το
χρησιμοποιείς.


Το 1923 έκλεισε μια επαναστατική εποχή για τη Γερμανία. Έκλεισε η
δυνατότητα της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Όμως αυτό ήταν
προσωρινό. Η απογοήτευση και η ήττα των εργατών επέτρεψε στο γερμανικό
καπιταλισμό να πάρει κάποιες ανάσες, βοηθούμενος και από μια πρόσκαιρη
οικονομική ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια. Όμως η κρίση του 1929 χτύπησε
άγρια τη Γερμανία (όπως και όλο τον κόσμο). Η ταξική πόλωση έφτασε και
πάλι στα ύψη. Ήταν φανερό ότι δυο ενδεχόμενα μπορούσαν να συμβούν: είτε
οι εργάτες να πάρουν την εξουσία με την ηγεσία του KPD, είτε οι
καπιταλιστές να ανοίξουν το δρόμο στο ναζιστικό καθεστώς, για να
επιβάλλει την «τάξη».
Όμως το KPD, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και αυτή τη φορά όχι
από απειρία και διχογνωμίες, όπως το 1923, αλλά από την καταστροφική
σταλινική πολιτική που είχε επιβληθεί στο κόμμα στο μεταξύ. Ο Χίτλερ
ανέβηκε στην εξουσία το 1933 με τη στήριξη των παραδοσιακών αστικών
κομμάτων και η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» έλαβε τέλος. Όχι προς την
αριστερή ελπίδα για το σοσιαλισμό, που γέννησε η επανάσταση, αλλά προς
την πιο αντιδραστική αντεπαναστατική απελπισία. Άρχιζε πια η
βαρβαρότητα του ναζισμού.


Συμπεράσματα
Η Γερμανική επανάσταση έδειξε το πόσο δίκιο έχει
ο Μαρξισμός στα δυο βασικά του σημεία: ο καπιταλισμός οδηγεί σε
αδιέξοδα και κρίσεις και η εργατική τάξη είναι αυτή που με την
επανάστασή της μπορεί να δώσει διέξοδο στην ανθρωπότητα. Αν για τη
Ρωσία μπορούν οι απολογητές του καπιταλισμού να προπαγανδίζουν ότι
δήθεν «οι επαναστάσεις ταιριάζουν στις καθυστερημένες χώρες και όχι
στις προοδευμένες δημοκρατίες», αυτή η προπαγάνδα ακυρώνεται πλήρως από
τη γερμανική επανάσταση. Ήταν μια επανάσταση στην καρδιά του πιο
ανεπτυγμένου καπιταλισμού, με τη μεγαλύτερη εργατική τάξη από όλες τις
χώρες της Ευρώπης, με πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ακόμα και στην
εποχή του Κάιζερ και με πλήρη κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά το
σύνταγμα της Βαϊμάρης.


Η ιστορία έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν είναι απλά η απελπισία που οδηγεί
σε εξεγέρσεις. Είναι και η δύναμη της εργατικής τάξης, ο κεντρικός της
ρόλος μέσα στον καπιταλισμό που της επιτρέπει να δράσει συλλογικά,
μαζικά και επαναστατικά. «Ο καπιταλισμός με την ανάπτυξή του δημιουργεί
το νεκροθάφτη του», έλεγε ο Μαρξ για την εργατική τάξη. Και η γερμανική
επανάσταση απέδειξε ότι είχε απόλυτο δίκιο.


Όμως –και αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα από τη γερμανική
επανάσταση– η δυνατότητα και η αναγκαιότητα της εργατικής επανάστασης
δεν οδηγεί αυτόματα στη σίγουρη νίκης της. Σε μια επαναστατική εποχή
εκατομμύρια άνθρωποι απεργούν, διαδηλώνουν, συζητάνε πολιτικά,
εξοπλίζονται για να αμυνθούν ή παίρνουν μαζί τους εξεγερμένους
φαντάρους. Όλα αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων δεν δρουν σαν ένας
άνθρωπος. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε, όταν άλλη εμπειρία και άλλες ιδέες
κουβαλάει ο καθένας από την προηγούμενη «ήρεμη» εποχή. Είναι αναγκαίο
τα πιο πρωτοπόρα –πολιτικά και οργανωτικά– κομμάτια της εργατικής τάξης
να είναι οργανωμένα γύρω από ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα, γύρω από ένα κόμμα
που να μπορεί ενιαία, τη στιγμή της επαναστατικής κρίσης, να
λειτουργήσει σαν μπροστάρης και σαν ενοποιητής όλων των εξεγερμένων
δυνάμεων της κοινωνίας.


Ένα τέτοιο κόμμα ήταν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία και κατάφεραν να
οδηγήσουν την εκεί επανάσταση στη νίκη. Δυστυχώς στη Γερμανία δεν
υπήρχε μια τέτοια πρωτοπόρα οργανωμένη δύναμη.


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του
επαναστατικού μαρξισμού παγκοσμίως. Όμως έκανε το μοιραίο λάθος να
υπερτιμάει τη δύναμη της αυθόρμητης δράσης των μαζών και να υποτιμάει
την οργανωμένη δράση των επαναστατών. Ήδη, πολύ πιο νωρίς από τον
Λένιν, είχε διαγνώσει τον συντηρητισμό των ηγετικών κλιμακίων του SPD
και είχε δώσει θεωρητικές και πολιτικές μάχες ενάντια στο ρεφορμισμό,
όπως με το περίφημο βιβλίο της «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση».
Στο βιβλίο της «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα», που έγραψε με αφορμή
την πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905, προέβλεπε και προειδοποιούσε τους
ηγέτες του SPD ότι οι γενικές απεργίες και οι επαναστάσεις δεν είναι
«ρωσικό φαινόμενο», αλλά δείχνουν το μέλλον και για τη γερμανική
εργατική τάξη. Είχε απόλυτο δίκιο, όπως αποδείχτηκε. Όμως στο ίδιο
βιβλίο η Λούξεμπουργκ, απευθυνόμενη στην ηγεσία του κόμματος και των
συνδικάτων, τους προειδοποιεί να μη φοβούνται την επαναστατική θύελλα,
αλλά να προετοιμάζονται γι’ αυτή και κάνει την πρόβλεψη ότι μια
επανάσταση θα υποχρεώσει τους ηγέτες του κόμματος να ξεπεράσουν το
συντηρητισμό τους ή αλλιώς θα ξεπεραστούν από την αυθόρμητη έκρηξη των
μαζών και νέοι ηγέτες θα αναδειχτούν στη θέση τους.


Ήταν μια πρόβλεψη εντελώς λάθος, όπως αποδείχτηκε. Την κρίσιμη ώρα
της επανάστασης, η συντριπτική πλειοψηφία των ηγετών του τεράστιου
γραφειοκρατικού μηχανισμού του SPD πέρασε με το μέρος της αστικής τάξης
και της αντεπανάστασης και δεν «παρασύρθηκε» από τον επαναστατικό
ενθουσιασμό των μαζών. Ούτε μέσα στην επαναστατική θύελλα, χωρίς
προετοιμασία από πριν, μπόρεσε να αναδειχτεί μια νέα επαναστατική
ηγεσία, ικανή να οδηγήσει στη νίκη.


Το SPD ήταν ένα πολυτασικό κόμμα. Και ενώ η συντηρητική ηγεσία
έχτιζε την πτέρυγά της, ελέγχοντας τις εφημερίδες του κόμματος,
βάζοντας ανθρώπους της εμπιστοσύνης της στα καθοδηγητικά πόστα, για να
ελέγχει τις οργανώσεις βάσης, και εξέλεγε δικούς της ανθρώπους στην
κοινοβουλευτική ομάδα, από την άλλη η Λούξεμπουργκ περιοριζόταν στην
(τεράστιας σημασίας φυσικά) θεωρητική δουλειά και προπαγάνδα των ιδεών
του σοσιαλισμού. Δεν έχτιζε μαζί με τους άλλους επαναστάτες του SPD,
μια επαναστατική πτέρυγα μέσα στο κόμμα, με δική της εφημερίδα, με
δικές της οργανωμένες διαδικασίες και καθημερινή πολιτική παρέμβαση. Αν
το έκανε, θα σήμαινε ότι την ώρα της προδοσίας του SPD, το 1914, θα
υπήρχε έτοιμη μια οργανωμένη επαναστατική πτέρυγα που, αν δεν κατάφερνε
να πάρει την πλειοψηφία του κόμματος μαζί της, τουλάχιστον θα μπορούσε
να βγει οργανωμένη και ετοιμοπόλεμη μέσα από τη διάσπαση του κόμματος.
Αντίθετα, μετά την προδοσία του SPD την περίοδο του πολέμου, οι
επαναστάτες αποχωρούσαν πιο πολύ σαν μεμονωμένα άτομα και όχι σαν μια
οργανωμένη ομάδα.


Μέχρι να φτιαχτεί το KPD από τις διάσπαρτες αυτές ομάδες (μια από
τις οποίες ήταν και η ομάδα Σπάρτακος, όπου συμμετείχε η Λούξεμπουργκ),
χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια. Ακόμα και τότε, η πολιτική ομοιογένεια και
η οργανωτική ικανότητα του νεαρού Κομμουνιστικού Κόμματος είχε τεράστια
προβλήματα, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να οδηγήσει την επανάσταση
στη νίκη.


Η επαναστατική πολιτική δεν δυναμώνει απλά με την προπαγάνδα.
Χρειάζεται ανεξάρτητη οργάνωση και καθημερινή πολιτική δράση για να
γίνει πραγματική υλική δύναμη μέσα στις μάζες. Η ανάγκη ανεξάρτητης
επαναστατικής οργάνωσης που να δρα και να διεκδικεί να μεγαλώσει την
επιρροή της μέσα στο εργατικό κίνημα και την ευρύτερη Αριστερά είναι
επίσης πολύ σημαντικό δίδαγμα για την πολιτική πάλη ενάντια στον
καπιταλισμό σήμερα.


Παρά την άγνωστη σε μεγάλο βαθμό ιστορία της γερμανικής
επανάστασης, ήταν ακριβώς αυτή η επανάσταση που έκρινε την πορεία της
ιστορίας περισσότερο ακόμα και από τη ρωσική επανάσταση. «Χωρίς τη
βοήθεια του γερμανικού προλεταριάτου είμαστε χαμένοι», επαναλάμβανε
συχνά ο Λένιν. Η μικρή σχετικά εργατική τάξη της Ρωσίας έκανε την
επανάσταση σε μια φτωχή χώρα και μόνο η βοήθεια μιας επαναστατικής
Γερμανίας, με την τεράστια βαριά βιομηχανία, θα μπορούσε να σώσει τη
Ρωσία από την οικονομική απομόνωση και την καθυστέρηση της τεράστιας
αγροτικής οικονομίας της.


Η αστική τάξη, επικαλούμενη την κατάληξη του σταλινικού κρατικού
καπιταλισμού, προπαγανδίζει ότι «όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στη
δικτατορία και στη βαρβαρότητα». Όμως αυτό που κυρίως οδήγησε στη
σταλινική αντεπανάσταση στη Ρωσία και στη γραφειοκρατικοποίση του
καθεστώτος ήταν ακριβώς ο πόλεμος και η οικονομική απομόνωση που
επέβαλαν οι καπιταλιστές όλων των χωρών στην επαναστατική Ρωσία. Μια
απομόνωση που μόνο μια νικηφόρα γερμανική επανάσταση θα μπορούσε να
σπάσει, αλλάζοντας έτσι την πορεία όχι μόνο της Ρωσίας και της
Γερμανίας, αλλά ανοίγοντας το δρόμο για την παγκόσμια επέκταση των
εργατικών επαναστάσεων και του σοσιαλισμού.


Σε αντίθεση με την αστική προπαγάνδα, δεν είναι οι επαναστάσεις που
«απειλούν να φέρουν τη βαρβαρότητα», αλλά οι αντεπαναστάσεις. Και οι
γερμανοί εργάτες πλήρωσαν πολύ βαρύ τίμημα, επειδή δεν κατάφεραν να
πάρουν την εξουσία. Η αστική τάξη, πνίγοντας στο αίμα την επανάσταση
στη Γερμανία, δεν «προστάτεψε (δήθεν) τη Δημοκρατία». Προστάτεψε τα
συμφέροντα των γερμανών καπιταλιστών. Και τα προστάτεψε με όποιο μέσο
χρειάστηκε: με τις σφαγές χιλιάδων εργατών στη διάρκεια της επανάστασης
και με την πριμοδότηση του ναζισμού στην πορεία, ώστε να επιβάλλει
επιτέλους την «τάξη» και την πειθαρχία στους εργάτες, τις οποίες δεν
μπορούσε να επιβάλλει η κοινοβουλευτική δημοκρατία.


Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, η βαρβαρότητα του Ολοκαυτώματος
και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το μεγάλο ματοκύλισμα της
ανθρωπότητας με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλα αυτά ήταν οι συνέπειες της
συντριβής της γερμανικής επανάστασης από την αστική τάξη, με τη βοήθεια
της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, βλέποντας τον πόλεμο και την κρίση του
καπιταλισμού, είχε πει ότι το «το δίλημμα που ορθώνεται μπροστά στην
ανθρωπότητα, είναι σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Αποδείχτηκε με τραγικό
τρόπο πόσο δίκιο είχε. Όταν ο καπιταλισμός μπαίνει σε κρίση, τα
πράγματα δεν μπορούν να μείνουν όπως έχουν. Τη λύση στο κοινωνικό
αδιέξοδο θα τη δώσει είτε η εξουσία των εργατών, είτε η βαρβαρότητα του
ναζισμού, του πολέμου και της οικονομικής καταστροφής για την
συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, ώστε να παραμείνουν τα κέρδη των
καπιταλιστών στη θέση τους.

Η κατεύθυνση προς την οποία βαδίζει ο καπιταλισμός σήμερα, ευτυχώς
με πιο αργούς ρυθμούς από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, είναι ξανά προς
την κρίση και την παρακμή. Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»
γίνεται και πάλι επίκαιρο. Και, διδαγμένοι από την πικρή ιστορία της
γερμανικής επανάστασης, χρειάζεται να παλέψουμε αποφασιστικά και να
προετοιμαστούμε σωστά με ιδέες και οργάνωση, ώστε να απαντήσουμε με το
σωστό τρόπο αυτή τη φορά στο δίλημμα. Αυτό είναι το τρίτο και ίσως το
πιο σημαντικό μάθημα που μας δίδαξε η ηρωική, αλλά και τραγική στην
κατάληξή της γερμανική επανάσταση.