Οι γυναίκες της Κομμούνας

Ελένη Πελέκη
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο παρουσιάζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο των γυναικών στην Παρισινή Κομμούνα. Τις κατακτήσεις που επέβαλαν στα γυναικεία δικαιώματα, αλλά και την «οργανική» τους πρωτοπόρα συμμετοχή σε κάθε πτυχή της εξέγερσης του 1871. 

Λουίζ Μισέλ

«χέρια που επανάσταση ξέρουν να τραγουδούν
της παρηγόριας προσευχές δεν κάθονται να πουν»

–Αρθούρος Ρεμπώ,
Τα χέρια της Ζαν Μαρί

Με τη συμπλήρωση 150 χρόνων από την Παρισινή Κομμούνα είδαμε με χαρά να εμφανίζονται στον ελληνικό και διεθνή Τύπο όλο και περισσότερα δημοσιεύματα που αναδεικνύουν το ρόλο των γυναικών στην Κομμούνα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτή η μεγαλειώδης γιορτή των καταπιεσμένων να μην συνεπάρει το πιο καταπιεσμένο κομμάτι της κοινωνίας, τις γυναίκες; Ο ηρωισμός τους είναι αδιαμφισβήτητος, από την δυναμική υπεράσπιση των κανονιών του Παρισιού που αποτέλεσε την αρχή της εξέγερσης μέχρι τις τελευταίες μάχες όπου οι γυναίκες «δίνουν χαρούμενα τη ζωή τους στα οδοφράγματα».[1]


Σκοπός αυτού του άρθρου όμως δεν είναι να επαναλάβει ή να απαριθμήσει τα αμέτρητα παραδείγματα της γενναιότητας και αυτοθυσίας των Κομμουνάριων. Η έμφαση που έχει δοθεί σε αυτές τις πτυχές της δράσης τους, τόσο από σύγχρονους τους όσο και από μετέπειτα μελετητές είναι μεν δικαιολογημένη, στερεί όμως, αθέλητα τις περισσότερες φορές, από αυτές τις γυναίκες το βάθος και το εύρος της σημασίας της συμβολής τους στο εργατικό και το φεμινιστικό κίνημα. «Φανταστείτε», γράφει η Τζούντι Κοξ, «διαβάζοντας την ιστορία της Παρισινής Κομμούνας να συναντούσαμε ένα κεφάλαιο για τους άντρες της Κομμούνας».[2] Οι γυναίκες της Κομμούνας και πολύ παραπάνω οι εργάτριες, δεν ακολούθησαν απλώς τους άντρες τους σε εκείνη την ιστορική στιγμή αλλά μπήκαν συνειδητά στην καρδιά του αγώνα, με όλες τις δυνάμεις τους και από όλα τα μετερίζια. 


Τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Κομμούνας και κυρίως μετά την εξέγερση του 1848 και την παλινόρθωση της μοναρχίας το 1851, η πολιτική συζήτηση είχε βαθύνει σημαντικά. Παρά τη λογοκρισία και την καταστολή, η επανάσταση και η δημοκρατία παρέμεναν θέματα καθημερινής ζύμωσης σε εργατικές οργανώσεις και σε λέσχες συζητήσεων. Οι απεργίες και οι εργατικοί αγώνες άρχισαν να αυξάνονται όπως και ο αριθμός των εφημερίδων παρά τις συνεχείς διώξεις. Σε αυτό το κλίμα γυναίκες όπως η Λουίζ Μισέλ, η Πόλα Μινκ, η Αντρέ Λεό, η Ελίσκα Βενσάν και πολλές άλλες άρχισαν να έρχονται σε επαφή με σοσιαλιστικά και δημοκρατικά ρεύματα και να διαμορφώνουν αιτήματα και απόψεις για την γυναικεία εργασία και χειραφέτηση, το δικαίωμα ψήφου, οργανώνουν αποκλειστικά γυναικείες λέσχες συζητήσεων, εκδίδουν εφημερίδες. Η Αντρέ Λεό μάλιστα δεν δίστασε να αμφισβητήσει και να συγκρουστεί ακόμα και με τον Προυντόν, γνωστό σοσιαλιστή και αγωνιστή της εποχής, ο οποίος, παρά τη σημαντική συμβολή του στους ταξικούς αγώνες, υπερασπιζόταν σεξιστικές και μισογύνικες θέσεις. Οι φεμινιστικές απόψεις ήταν δυστυχώς μειοψηφικές ακόμα και στους πιο προοδευτικούς κύκλους αλλά όχι ανύπαρκτες και αγωνιστές όπως ο Μπενουά Μαλόν και ο Εζέν Βαρλίν (μέλη της Διεθνούς και συνεργάτες του Μαρξ) δούλευαν συνεχώς για την προώθηση της γυναικείας ισότητας. 


Αρκετές φεμινίστριες και ιστορικοί αμφισβητούν την προοδευτικότητα της Κομμούνας σχετικά με το γυναικείο ζήτημα. Βασικό επιχείρημα σε αυτό το συλλογισμό ήταν πως οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές που διεξήγαγε η Κομμούνα για την ανάδειξη του Κεντρικού Συμβουλίου ούτε υπήρχαν γυναίκες εκπρόσωποι σε αυτό το όργανο. Είναι ένα σημείο που αξίζει συζήτησης αλλά μέσα στο πραγματικό ιστορικό πλαίσιο στο οποίο υπήρξε και έδρασε η Κομμούνα. Πράγματι το δικαίωμα ψήφου των γυναικών δεν ήταν ένα δημοφιλές αίτημα ούτε στους αριστερούς κύκλους, για την ακρίβεια μόνο η Διεθνής Ένωση Εργατών το συμπεριλάμβανε στα κείμενα της και είχε επεξεργαστεί αντίστοιχες θέσεις. Θα ήταν λάθος όμως να εξισώνουμε το δικαίωμα ψήφου με τη γυναικεία χειραφέτηση. Μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, οι αγωνίστριες της Κομμούνας έριξαν τις δυνάμεις στο να διεκδικήσουν το δικαίωμα να εργάζονται, να οργανώνονται και να φέρουν όπλα. Οι Κομμουνάριες έγιναν ορατές μέσα από την ίδια τους τη δράση και τις δυναμικές πρωτοβουλίες τους.

Δεν ήταν μόνες τους σε αυτόν το αγώνα, εκτός από τον Μαλόν και τον Βαρλίν, είχαν στο πλευρό τους σοσιαλιστές όπως τον Εντουάρ Βαγιάν και τον Λέο Φρανκέλ που μέσω της Επιτροπής Εργασίας και Εμπορίου δούλεψε στενά με την Ένωση Γυναικών για το σχεδιασμό και την εφαρμογή προοδευτικών μέτρων όπως η ίση αμοιβή ανεξαρτήτως φύλου. Ο D. Gluckstein αναφέρει πως ο Φρανκέλ εξασφάλισε 8 με 10 εκατομμύρια φράγκα για να στηρίξει την ανάπτυξη της Ένωσης Γυναικών και για την υλοποίηση των προτάσεων που αυτή επεξεργαζόταν και κατέθεται.[3] (περισσότερα για τη σχετική συζήτηση βλ. και στο άρθρο της Σάντρα Μπλάντγουορθ σε αυτό το τεύχος του «Κ»). Στις 72 μέρες της ζωής της η Κομμούνα δεν κατάφερε φυσικά να ξεπεράσει και να αναιρέσει τις προκαταλήψεις που μαστίζουν την εργατική τάξη, κανείς και καμία δεν περίμενε κάτι τέτοιο άλλωστε. Άνοιξε όμως το δρόμο ώστε να μπορέσουν οι ίδιες οι εργάτριες να γίνουν κύριες των ζωών, να βρουν τη φωνή τους και να αξιοποιήσουν τις δυνάμεις τους για βελτιώσουν συνολικά την κοινωνία. 


Η πολιορκία του Παρισιού που ακολούθησε την ήττα στο Γαλλοπρωσικό πόλεμο, ήταν μια συνθήκη διπλά απάνθρωπη για τις γυναίκες των φτωχών στρωμάτων. Με τις περισσότερες επιχειρήσεις κλειστές η ανεργία είχε εκτοξευτεί και ακόμα και οι μικροί μισθοί των Εθνοφρουρών πληρώνονταν άτακτα ή και καθόλου. Το Δεκέμβριο του 1870 περίπου 500,000 άνθρωποι ήταν στους καταλόγους των απόρων και βασίζονταν σε κρατική βοήθεια για την επιβίωση τους.[4] Ο ανεφοδιασμός της πόλης με τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης είχε πρακτικά σταματήσει. Η οργή των γυναικών άρχισε να συσσωρεύεται ενώ περίμεναν για ώρες σε ουρές για τα απαραίτητα τρόφιμα, για καυσόξυλα, όταν αναγκάζονταν να βάζουν ενέχυρο ακόμα και τις κουβέρτες τους, κυρίως όταν έβλεπαν την προκλητική χλιδή στην οποία ζούσαν οι πλουσιότεροι αστοί. 


Άρχισαν να συμμετέχουν μαζικότερα στις λέσχες όπου τα θέματα της συζήτησης κυμαίνονταν από την τιμή του ψωμιού, τα ενοίκια, την οχύρωση του Παρισιού και τις πολεμικές τακτικές της Κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας και την ατιμωτική συνθηκολόγηση. Σε αυτές τις συζητήσεις, γυναίκες της μεσαίας τάξης συγχρωτίζονταν με ταπεινές γυναίκες και όχι μόνο επιδοκίμαζαν ή αποδοκίμαζαν τους ομιλητές θαρρετά αλλά συχνά παίρνανε το λόγο και βάζανε στην ατζέντα τις δικές τους αγωνίες και αιχμές. Εκτός από τις πιο πολιτικοποιημένες αγωνίστριες που αναφέραμε παραπάνω, στις λέσχες βρήκανε τη φωνή τους οι ανώνυμες εργάτριες που είχαν προτιμήσει να στερηθούν ακόμα και τα πιο βασικά υλικά αγαθά για να συμβάλλουν στον έρανο για τα κανόνια του Παρισιού και τον εξοπλισμό των ταγμάτων τους. 
Αυτά τα κανόνια, τα θεωρούσαν δικαιωματικά δικά τους και γι αυτό δε δίστασαν να τα υπερασπιστούν με τις ζωές τους όταν αποπειράθηκε ο Θιέρσος να τους τα κλέψει. Η Λουίζ Μισέλ που συμμετείχε στην έφοδο στο λόφο της Μονμάρτης περιγράφει: 


«Ο ήλιος ανέτειλε και ακούσαμε τις καμπάνες να χτυπούν. Ανεβήκαμε τρέχοντας το λόφο ξέροντας πως στην κορυφή μας περίμενε ένας στρατός έτοιμος για μάχη. Περιμέναμε να πεθάνουμε για την ελευθερία. […] Ανάμεσα σε εμάς και το στρατό βρίσκονταν οι γυναίκες που είχαν ριχτεί πάνω στα κανόνια και τα πολυβόλα ενώ οι στρατιώτες στέκονταν ακίνητοι».[5]

 
Η δράση των γυναικών στις 18 Μάρτη είναι ευρέως γνωστή. Με τη πρωτοβουλία και το πείσμα τους, τις παραινέσεις και τους χλευασμούς τους ακύρωσαν στην πράξη την επιχείρηση του Θιέρσου και τρέψανε την κυβέρνηση σε φυγή. Το Παρίσι ήταν πια δικό τους. 
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι γυναίκες ρίχτηκαν σε παρόμοιες μάχες αλλά το όραμα της Κομμούνας τις είχε εμπνεύσει με ένα πρωτόγνωρο τρόπο. Όπως εξηγεί μια εργάτρια μιλώντας σε μία λέσχη: 


«Μας λένε πως η Κομμούνα θα προσπαθήσει να κάνει κάτι ώστε οι άνθρωποι να μην πεθαίνουν πια της πείνας ενώ δουλεύουν. Καιρός ήταν! Είμαι πλύστρα. Δουλεύω σκληρά εδώ και 40 χρόνια όλη της βδομάδα χωρίς διακοπές. Γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να ξεκουράζονται ενώ άλλοι όχι; Πως είναι αυτό δίκαιο;»[6]


Η Κομμούνα δεν άργησε να δικαιώσει τις προσδοκίες τους. Από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν ήταν η αναβολή της πληρωμής των ενοικίων και η απαγόρευση των εξώσεων. Η κυβέρνηση του Θιέρσου είχε απαιτήσει να γίνουν άμεσα οι πληρωμές των ενοικίων των σπιτιών και των επιχειρήσεων που είχαν σταματήσει με κυβερνητική απόφαση κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Ήταν ένα εκδικητικό μέτρο που σκοπό είχε να κάμψει το ηθικό του λαού του Παρισιού και ήταν σίγουρα πως θα κατέστρεψε οικονομικά όχι μόνο την εργατική τάξη αλλά και σημαντικό μέρος των μικροαστών. Οι γυναίκες που ήταν κατά κύριο λόγο δικό τους άγχος η τακτοποίηση τέτοιων υποθέσεων αναγνώρισαν το ριζοσπαστικό και ταξικό χαρακτήρα του μέτρου για διαγραφή ουσιαστικά των ενοικίων όπως και του μέτρου για την άμεση επιστροφή των ειδών πρώτης ανάγκης από τα ενεχυροδανειστήρια. Επιπλέον, η Κομμούνα φρόντισε να αγοράσει άμεσα τα τρόφιμα που ήταν απαραίτητα για την επιβίωση του πληθυσμού και οι γυναίκες έσπευσαν να στελεχώσουν τις δημοτικές υπηρεσίες για να οργανώσουν την τροφοδοσία. 


Αντίστοιχα, ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους είχε άμεσες κοινωνικές επιπτώσεις που βελτιώσαν τη ζωή της εργατικής τάξης και της θέσης των γυναικών. Καταρχήν, η δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας απελευθέρωσε πόρους και υποδομές που χρησιμοποιήθηκαν αμέσως για τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι γυναίκες αξιοποίησαν τα μεγάλα, όμορφα και ζεστά κτίρια των εκκλησιών σε κάθε Διαμέρισμα για να στεγάσουν νοσοκομεία, συσσίτια, σχολεία, αστέγους, εργαστήρια, τις λέσχες κλπ. Τέθηκε μάλιστα σε κάποιες λέσχες το αίτημα να πληρώνουν οι ιερείς ενοίκιο στην Κομμούνα για την χρήση των χώρων. Πολύ παραπάνω όμως, η αμφισβήτηση της εκκλησιαστικής εξουσίας δεν γινόταν να μην συνοδευτεί από τη αμφισβήτηση της ιδιωτικής περιουσίας και της ιεραρχίας που καταδυνάστευε την πλειοψηφία της κοινωνίας και ιδιαίτερα τις γυναίκες. Είναι περιττό να αναλωθούμε σε αναλύσεις για τις θέσεις της φιλομοναρχικής Καθολικής Εκκλησίας για τη θέση της γυναίκας. Η αντίληψη περί «φυσικής αδυναμίας» των γυναικών, αφενός δεν ωθούσε σε κάποια προστασία τους ούτε στο ελάχιστο από τα δεινά της προηγούμενης περιόδου, αλλά την ίδια ώρα χρησιμοποιούταν για να εξηγεί τους μισθούς τους που ήταν στο μισό από τον αντίστοιχο του άντρα. 


Η Κομμούνα δεν μπορούσε παρά να προχωρήσει σε μέτρα εξάλειψης αυτού του μεσαιωνικού καθεστώτος προκατάληψης. Άρθηκαν οι διαχωρισμοί, νομικοί και ηθικοί, ανάμεσα στα παντρεμένα και ανύπαντρα ζευγάρια. Καθιερώθηκε σύνταξη χηρείας για τις συντρόφους των Εθνοφρουρών που είχαν χάσει τις ζωές τους στις μάχες, ανεξάρτητα από το αν είχε προηγηθεί πράξη γάμου. Αντίστοιχα, εγκρίθηκαν επιδόματα για όλα τα παιδιά, νόμιμα ή νόθα, και πάρθηκαν μέτρα για φροντίδα και την επιμόρφωση όλων των παιδιών. Αξίζει να θυμίσουμε πως δεν υπήρχαν μέχρι τότε αντίστοιχες συντάξεις ή αποζημιώσεις. Η σκανδαλώδης περιφρόνηση της Κομμούνας για το θεσμό του γάμου και της ίδιας της οικογένειας εξαγρίωσε τους αντιπάλους της όσο λίγα από τα υπόλοιπα μέτρα τους. Η Αρτύρ Αρνού, αντιπρόσωπος της Κομμούνας, γράφει για την σημασία της σύνταξης χηρείας: 


«Αυτό το διάταγμα θέτει τη γυναίκα νομικά και ηθικά σε απολύτως ίση βάση με τον άντρα, θέτοντας τα πράγματα στην πραγματική ηθική τους υπόσταση και καταφέρνοντας ένα θανατηφόρο χτύπημα στον θρησκοληπτικό – μοναρχικό θεσμό του γάμου… Η ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας πρέπει να είναι μια πράξη ελεύθερη, που συνάπτεται ανάμεσα σε δύο υπεύθυνους ανθρώπους. Σε αυτήν την ένωση, τα δικαιώματα όπως και οι υποχρεώσεις πρέπει να είναι αμοιβαία και ισότιμα.»[7] 


Η Κομμούνα προχώρησε στην επαναφορά του διαζυγίου (είχε καταργηθεί το 1816) και θεσπίστηκε διατροφή για τις διαζευγμένες γυναίκες. Η ληξιαρχική πράξη του γάμου μπορούσε να γίνει χωρίς ή με μικρό κόστος στα Διαμερίσματα όπως και η αναγνώριση όλων των παιδιών. 
Θα ήταν εύκολο να υποθέσει κανείς πως τα παραπάνω ήταν μέτρα που πάρθηκαν για τις γυναίκες χωρίς τη δική τους συμβολή. Θα ήταν όμως άδικο όσο και αναληθές. Ένας ανταποκριτής της εποχής γράφει: «Έχω δει τρεις επαναστάσεις και ποτέ δεν είχαν εμπλακεί οι γυναίκες με τέτοια αποφασιστικότητα… Φαίνεται πως βλέπουν αυτήν την επανάσταση ως δική τους και υπερασπίζοντας την υπερασπίζονται το ίδιο τους το μέλλον».[8]


Η Κομμούνα έδωσε στις γυναίκες βήμα και πραγματική εξουσία και οι γυναίκες βρήκαν τους δικούς τους τρόπους και τα εργαλεία για να συμβάλλουν στην υπόθεση της Κομμούνας. Μαζικοποίησαν και έφτιαξαν καινούργιες πολιτικές λέσχες, σωματεία και εργατικούς συλλόγους μέσα από τα οποία εξέφραζαν τα αιτήματα τους και υλοποιούσαν τις αποφάσεις τους. Οι γυναίκες δούλευαν με το ίδιο αν όχι μεγαλύτερο ζήλο από τους άντρες. Αναφέρει ο Λισαγκαρέ πως στο κτίριο του Νομοθετικού Σώματος που έχει μετατραπεί σε εργαστήριο, 


«1500 γυναίκες ράβουν τους αμμόσακους που θα χρησιμοποιηθούν για το κλείσιμο των ρωγμών (στα οδοφράγματα). Μια ψηλή και όμορφη κοπέλα, η Μάρθα, καταμερίζει τις εργασίες, φορώντας την κόκκινη κορδέλα με τα ασημένια κρόσια που της είχαν χαρίσει οι συντρόφισσες της. Τα χαρούμενα τραγούδια κάνουν την ώρα να περνά γοργά. Κάθε βράδυ γίνεται η πληρωμή και οι εργάτριες πληρώνονται στο ακέραιο για τη δουλειά τους: 8 σεντς για κάθε σάκο. Οι προηγούμενοι εργοδότες για την ίδια δουλειά τους έδιναν μόνο 2».[9]


Δεν είναι τυχαίο πως η μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη οργάνωση, όπως αναφέρει η Κριστίν Ρος, έγινε η Ένωση Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού που ιδρύθηκε από την νεαρή Ελίζαμπεθ Ντμίτριεφ (Ρωσίδα σοσιαλίστρια και συνεργάτιδα του Μαρξ) στις 11 Απριλίου.[10] Η Ένωση Γυναικών αγκαλιάστηκε γρήγορα από τις εργάτριες και παραρτήματα της λειτουργούσαν και συνεδρίαζαν καθημερινά σε όλα τα Διαμερίσματα της πόλης. Μέλη της ήταν κυρίως εργάτριες στον τομέα της ένδυσης, ράφτρες, μοδίστρες, τεχνίτριες κοσμημάτων κλπ, κάποιες από τις οποίες είχαν αποκτήσει εμπειρία στις απεργιακές κινητοποιήσεις των προηγούμενων χρόνων ενώ άλλες εμπλέκονταν για πρώτη φορά στα κοινά. Η Ένωση Γυναικών συνεργαζόταν στενά με την Επιτροπή Εργασίας για την διατύπωση, το σχεδιασμό και την υλοποίηση των πιο προοδευτικών εργατικών και κοινωνικών μέτρων. Πέρα από την οργάνωση και το συντονισμό που αφορούσαν τις άμεσες ανάγκες του πληθυσμού όπως η αγορά και το μοίρασμα τροφίμων και καυσόξυλων, η περίθαλψη τραυματιών και αρρώστων, η Ένωση επεξεργαζόταν και πρότεινε μακροπρόθεσμα σχέδια για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της τάξης και των γυναικών φυσικά. 
«Θέλουμε δουλειά, με σκοπό όμως να κρατήσουμε το προϊόν της. Φτάνει πια η εκμετάλλευση, φτάνουν πια τα αφεντικά. Εργασία και ευημερία για όλους».[11] 


Ένας ακόμη τομέας που αξιοποίησαν οι αγωνίστριες για να δώσουν σάρκα και οστά στο όραμα τους ήταν η εκπαίδευση. Με την αποπομπή της Εκκλησίας στη «σφαίρα της ιδιωτικής συνείδησης» όπως το έθεσε ο Ένγκελς[12] η εκπαίδευση πέρασε στα χέρια της Επιτροπής Εκπαίδευσης της Κομμούνας στην οποία συμμετείχαν και οι περισσότερες από τις φεμινίστριες που αναφέραμε νωρίτερα. Η παιδεία έγινε κοσμική και δωρεάν, καθολικά προσβάσιμη για όλα τα παιδιά και δόθηκε μεγάλη έμφαση στην μόρφωση και κατάρτιση των κοριτσιών. Το όραμα για την εκπαίδευση έβαζε στο κέντρο της διδακτικής διαδικασίας το ίδιο το παιδί και την πολύπλευρη ανάπτυξη του χαρακτήρα του και της προσωπικότητας του με βάση της αρχές του λόγου και της επιστήμης. Για το σκοπό αυτό επιτάχτηκαν εκκλησίες και κτίρια των Ιησουϊτών που ήταν καλύτερα εξοπλισμένα με εργαστήρια και επιστημονικά όργανα. Η Πόλα Μινκ άνοιξε ένα από τα πρώτα σχολεία για κορίτσια στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου της Μονμάρτης ενώ υπήρχε σχεδιασμός για τη δημιουργία επαγγελματικής τεχνικής σχολής για κορίτσια στη Σχολή Καλών Τεχνών.[13] Στα σχολεία μπορούσαν να διδάξουν όλοι οι εξειδικευμένοι εργάτες/τριες άνω των 40 ετών, με ίση αμοιβή για άντρες και γυναίκες. Παράλληλα, λειτουργούσαν και παιδικοί σταθμοί κυρίως σε επίπεδο εργαστηρίων ή Διαμερισμάτων για διευκολύνεται η εργασία των γυναικών. 


Η επικοινωνία με την επαρχία ήταν επίσης ένα ζήτημα που απασχόλησε τις Κομμουνάριες. Η Κυβέρνηση των Βερσαλλιών είχε αποκλείσει το Παρίσι από την υπόλοιπη Γαλλία και διέδιδε τη δική της συκοφαντική αφήγηση των γεγονότων. Οι εφημερίδες του Παρισιού παραδίδονταν στην πυρά και οι πολίτες και πολίτισσες που δοκίμαζαν να ταξιδέψουν συλλαμβάνονταν. Στις συκοφαντίες για τον όχλο των ληστάρχων και των εγκληματιών που προσπαθούσαν να ρίξουν το Παρίσι τον βόθρο της βαρβαρότητας, οι εργάτριες του 11ου Διαμερίσματος απάντησαν με τη συμβολική καύση της λαιμητόμου. Η Αντρέ Λεό μαζί με τον Μπενουά Μαλόν συνέταξαν ένα μανιφέστο που απευθυνόταν στους αγρότες και την επαρχία. «Αυτό που θέλει το Παρίσι», έγραφαν, «είναι γη για τους αγρότες, εργαλεία για τους εργάτες, δουλειά από όλους για όλους».[14] Τυπώθηκαν 100.000 αντίτυπα και η Λεό μαζί με την Μινκ αφιερώθηκαν στο να εξαπλώσουν την υπόθεση της Κομμούνας. Αντίστοιχα, η Ντμίτριεφ προσπαθούσε να αξιοποιήσει τις επαφές της στη Πρώτη Διεθνή για να κερδίσει η Κομμούνα την υποστήριξη των εργατικών οργανώσεων στην Αγγλία και την Γερμανία. 


Από την άλλη, η Λουίζ Μισέλ και η Μπεατρίξ Εξκοφόν δούλευαν και ανέπτυσσαν την επιχειρηματολογία υπέρ μιας επίθεσης κατά των Βερσαλλιών. Τόσο η Μινκ, όσο και η Λεό συμβούλευαν την Επιτροπή Πολέμου για την αύξηση της εμπλοκής των γυναικών στις πολεμικές προετοιμασίες. Παρόλο που αυτές οι αγωνίστριες προέρχονταν από διαφορετικά ρεύματα, τους ήταν ξεκάθαρο πως έπρεπε να δοθεί ένα αποφασιστικό χτύπημα στο στρατό του Θιέρσου πριν προλάβει να οργανωθεί και να συντονιστεί με τον στρατό του Μπίσμαρκ. Δυστυχώς, η ιστορία τις δικαίωσε, όπως και πολλούς από τους Κομμουνάρους με τον πιο τραγικό τρόπο. 


Στις 21 Μαΐου, ο στρατός επιτίθεται στο Παρίσι, με ένα όργιο βιαιότητας και αγριότητας. Η Ένωση Γυναικών κάλεσε όλες τις γυναίκες να υπερασπιστούν τα οδοφράγματα, περιθάλποντας τους τραυματίες. Τόσο η Μισέλ όσο και Ναταλί Λεμέλ πολέμησαν με το όπλο στο χέρι δίπλα στους άντρες κάτω από κόκκινες σημαίες. Ένα τάγμα γυναικών υπερασπιζόταν το οδόφραγμα της πλατείας Μπλανς (Blanche) για πολλές ώρες μέχρι που ξέμειναν από σφαίρες και πυρομαχικά. Οι περισσότερες εκτελέστηκαν επί τόπου. Οι νεκροί της Ματωμένης Εβδομάδας, όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία, κυμαίνονται από 17.000 έως 30.000, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τόσο η ιστορική καταγραφή του Λισαγκαρέ, του πιο γνωστού ιστοριογράφου της Κομμούνας όσο και πολλών άλλων αγωνιστών και μελετητών της είναι γεμάτες με παραδείγματα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Οι Κομμουνάριες, ελεύθερες και ανεξάρτητες, διεκδίκησαν και κέρδισαν το δικαίωμα να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την Κομμούνα. «Οι γυναίκες δεν υστέρησαν σε γενναιότητα από τους άντρες»,[15] και οι εχθροί τους δεν τους το συγχώρεσαν. Το καθεστώς όχι μόνο δεν έδειξε επιείκεια λόγω φύλου αλλά ήταν δίπλα εκδικητικό ακριβώς επειδή αυτές οι γυναίκες τόλμησαν να υπερβούν τους περιορισμούς, να ονειρευτούν και να κάνουν πραγματικότητα μια καλύτερη κοινωνία. Πέρα από τη φυσικά τους εξόντωση, έδειξαν υπερβάλλον ζήλο στο να αμαυρώσουν τη μνήμη και την αξιοπρέπεια τους. Οι Times τις κατηγόρησαν πως «πρόδωσαν το φύλο τους και άρχισαν να δολοφονούν, να δηλητηριάζουν στρατιώτες, και καίνε και να σφάζουν». Άλλες εφημερίδες τις αποκάλεσες μαινάδες (furies), σατανικές αμαζόνες, μέγαιρες και τσακάλια. Οι εργάτριες κατηγορήθηκαν ως μανιασμένες πυρπολύτριες (petroleuse) που θέλανε να παραδώσουν το Παρίσι στις φλόγες ακόμα κι αν από τις 1.000 γυναίκες που συνελήφθησαν μόνο 5 καταδικάστηκαν για εμπρησμό. «Τι τρομερό έθνος θα ήταν η Γαλλία αν αποτελούνταν μόνο από γυναίκες!»[16] Χιλιάδες βασανίστηκαν και βιάστηκαν στις φυλακές όπου σύρθηκαν πολλές φορές μαζί με τα παιδιά τους και πολλές στάλθηκαν στην εξορία.  


Η Κομμούνα είχε ανάψει τις καρδιές όσων την βίωσαν, αντρών και γυναικών, μια φλόγα ελπίδας που δεν κατάφεραν να σβήσουν ούτε οι εκτελέσεις, ούτε οι εξορίες, ούτε τα βασανιστήρια. Οι Κομμουνάροι και οι Κομμουνάριες που επέζησαν δεν σταμάτησαν ποτέ τους να μεταφέρουν το ελπιδοφόρο μήνυμα της Κομμούνας σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. 


«Γιατί φαίνεται ότι κάθε καρδιά που κτυπά για Ελευθερία δεν δικαιούται παρά λίγο μολύβι. Ε, λοιπόν, διεκδικώ λίγο και για μένα! Αν με αφήσετε να ζήσω δε θα σταματήσω ούτε στιγμή να ζητάω εκδίκηση [….] Αν δεν είστε δειλοί, σκοτώστε με!», φώναζε στη δίκη της η Λουίζ Μισέλ και πράγματι δεν σταμάτησε να αγωνίζεται για την εργατική τάξη μέχρι το θάνατο της το 1905 αφού οι εχθροί της δεν τόλμησαν να την εκτελέσουν.[17] 

Σημειώσεις


1. Καρλ Μαρξ, ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Σύγχρονη Σκέψη


2. Judy Cox, Genderquake: socialist women and the Paris Commune, International Socialism Journal


3. Donny Gluckstein, The Paris Commune: A Revolution in Democracy, Bookmark Publications Ltd


4. Donny Gluckstein, The Paris Commune: A Revolution in Democracy, Bookmark Publications Ltd


5. Louis Michel, La Commune, Paris 1989 (παραπομπή στο Gluckstein)


6. Gluckstein, ό.π.


7. Gluckstein, ό.π.


8. J. Rougerie, Proces des communards (παραπομπή στο Gluckstein)


9. Προσπέρ – Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Κομμούνας του 1871, Ελεύθερος Τύπος


10. Kristin Ross, Κοινοτική πολυτέλεια. Το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας, Εκδόσεις των Ξένων


11. Elizabeth Dmitrieff, Appel aux citoyennes de Paris, Journal Officiel, 11 Απριλίου 1871


12. Φρίντριχ Ένγκελς, Από την Εισαγωγή στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, 27 Μάρτη 1891, Σύγχρονη Σκέψη


13. Kristin Ross, ό.π.


14. Kristin Ross, ό.π.


15. Καρλ Μαρξ, ό.π. 


16. Judy Cox, ό.π.


17. Από τα πρακτικά της δίκης της Λουίζ Μισέλ όπως παρατίθενται στο βιβλίο «Η Παρισινή Κομμούνα, 140 χρόνια από της πρώτη έφοδο στον ουρανό», Α/συνέχεια

Συντάκτης
Ελένη Πελέκη